ΚΩΣΤΑΣ
ΜΟΝΑΣΤΗΡΑΣ
ΦΩΣ ΠΟΥ ΠΕΦΤΕΙ
Φθίνει το φως
Ελαφρύ αεράκι
ξεκρεμάει
τα ντύματα
των δέντρων
Μονοχρωμία
Φανερώθηκαν οι φωλιές
των πρώην
ερωτευμένων
πουλιών
Ο μικρός γκιώνης Μεγάλωσε,
άλωσε
βιαστικά
τη νιότη του νωρίς
Χωρίς χάδια και γλυκόλογα
πέταξε
Έτσι πετάνε οι μετανάστες
και οι πρόσφυγες
του καλού καιρού
(τα μεταναστευτικά
που προσφυγικά δεν τα λέμε)
Τα παραθυρόφυλλα
σκεβρώνουν
Ολάνοιχτα τώρα
στο ερειπωμένο
χωριό
πέφτουν
τα σπίτια φαγώνονται,
σαν τα κοχύλια της αποκριάς
—
δυο σκελετοί
μείνανε
καθισμένοι
να εγείρουν πρόποση
στο καφενείο
Ένας μικρούλης κότσυφας
τρυπώνει
στον ξεραμένο
νεροχύτη
της κουζίνας
(Σβήνει το φως,
«ανάβει»
η νύχτα)
Η βρύση, από πάνω, θυμάται
πως κάποτε έτρεχε
κι ετοιμάζει
—όλο το βράδυ—
τρεις στάλες
για να τρέξουν
το πρωί που έχει τάξει
θα στάξει
να του τις ρίξει
Μια να νιφτεί
και δυο να πιει,
πριν τρέξει
για τα κάτω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου