JORGE LUIS BORGES
ΣΚΑΚΙ
Ι
Οι παίκτες σοβαροί από τη γωνιά τους καθορίζουν
τί κάνουν τα κομμάτια τ’ αργοκίνητα. Η σκακιέρα
να τους κρατάει ξέρει μέχρι που να φέξει η μέρα
στον χώρο που με μίσος δύο χρώματα ερίζουν.
Εκεί οι πεσσοί μια μαγική αυστηρότητα χαρίζουν,
εκπέμπουν: πύργοι ομηρικοί, ίπποι λυγεροί, η φοβέρα
της πάνοπλης βασίλισσας, ο βασιλιάς πιο πέρα,
λοξοί αξιωματικοί, και πιόνια εν επιθέσει. Αρχίζουν
να παίζουν, μα ακόμα κι όταν πια, εξαντλημένοι
από τον χρόνο, οι παίκτες σταματούν, ιδού, επιμένει
η δράση να εκτυλίσσεται σ’ εκείνο εκεί τ’ αλώνι.
Απ’ την Ανατολή έχει ο πόλεμος αυτός ξεσπάσει,
και τ’ αμφιθέατρό του πια έγινε όλη η Γη και η Πλάση.
Σαν τ’ άλλο, έτσι και τούτο το παιχνίδι δεν τελειώνει.
ΙΙ
Ο βασιλιάς αδύναμος, στυγνή και μανιασμένη η
βασίλισσα, αξιωματικοί τρελοί, πανούργα πιόνια,
πύργοι όρθιοι, ευθυτενείς, στο ασπρόμαυρο πεδίο για
χρόνια
και χρόνια μάχονται έως θανάτου αποφασισμένοι.
Δεν ξέρουν πως το χέρι εκεί του παίκτη διαλεγμένη
μια κίνηση θα κάνει που θα τους ρυθμίζει αιώνια
τη μοίρα· νομοτέλεια είναι σκληρή και καταχθόνια:
τη βούλησή τους στα έργα τους την έχει υποταγμένη.
Και ο παίκτης, όμως, είναι από την πρώτη αρχή της
μέρας
(το είπε ο Ομάρ) φυλακισμένος μιας άλλης σκακιέρας
με μαύρες νύχτες και άσπρες μέρες. Στον ντορό του
δρόμου
ο Θεός κινεί τον παίκτη, ο παίκτης στους πεσσούς του
βήμα
δίνει. Αλλά ποιός Θεός πίσω απ’ τον Θεό κινεί το νήμα
της σκόνης, και του χρόνου, και του ονείρου, και του
τρόμου;
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου