JORGE LUIS BORGES
ΤΑΜΕΡΛΑΝΟΣ
(1336-1405)
Η
βασιλεία μου είναι εκ του κόσμου τούτου.
Και
φύλακες και φυλακές και σπάθες
τις
διαταγές μου εκτελούν αμέσως.
Ο
λόγος μου το σίδερο υπερβαίνει.
Και
εθνών ακόμα η μυστική καρδιά που
δεν
άκουσαν ποτέ τους τ’ όνομά μου
στα
μακρινά τα πέρατα που ζούνε
είναι
όργανο ευπειθές αυτού που κρίνω
και
θέλω αυθαίρετα να γίνει. Εγώ, που
ένας
απλός βοσκός στους κάμπους ήμουν,
μες
στην Περσέπολη ύψωσα σημαίες
και
πότισα τα διψασμένα μου άτια
στα
ρεύματα του Γάγγη και του Ώξου.
Όταν
γεννήθηκα έπεσε απ’ το σύμπαν
ένα
σπαθί με σήματα της μοίρας·
εγώ
ήμουν κείνο το σπαθί και πάντα
θα
’μαι. Έχω Αιγύπτιους και Έλληνες νικήσει,
κατατροπώσει·
λεύγες της Ρωσίας
ερήμωσα
χιλιάδες με Τατάρους
σκληρούς,
που υπό τας διαταγάς μου είχα·
ύψωσα
πυραμίδες με κρανία
και
στο άρμα μου έζεψα όσους βασιλιάδες
δεν
έσκυψαν μπρος στο δικό μου σκήπτρο·
παρέδωσα
στις φλόγες το Χαλέπι
και
το Κοράνι, που ’ν’ των βίβλων βίβλος
και
πιο παλιά απ’ τη μέρα και τη νύχτα.
Εγώ,
ο ερυθρός ο Ταμερλάνος, πήρα
την
πάλλευκη και αιγύπτια Ζηνοκράτεια
–το
απάτητο το χιόνι– αγκαλιά μου.
Τ’
αργόσυρτα θυμάμαι καραβάνια,
στην
έρημο τα σύννεφα της σκόνης,
αλλά
και κάποια πόλη μες στα ερείπια
και
τις γκαζόλαμπες στα ταβερνεία.
Τα
πάντα ξέρω, και μπορώ τα πάντα.
Κάποια
άθλια βίβλος, που δεν είν’ γραμμένη
ακόμα,
μου έχει εμένα αποκαλύψει
πως
θα πεθάνω σαν τους άλλους όλους
και
πως την ώρα του επιθανάτιου
ρόγχου
εγώ τους τοξότες θα διατάξω
να
ρίξουν σιδερένια βέλη ενάντια
στους
ουρανούς, και το στερέωμα όλο
με
μαύρες να γεμίσουνε παντιέρες
έτσι,
ώστε απ’ τους ανθρώπους πια δεν θά ’ναι
ούτ’
ένας που δεν θά ’χει μάθει ότι οι
θεοί
έχουν πια πεθάνει. Οι θεοί εγώ είμαι.
Όλοι
οι άλλοι στον διαβήτη ας καταφεύγουν,
στον
αστρολάβο, ποιοί είναι για να μάθουν.
Εγώ
είμαι τ’ άστρα. Πριν το πρωί χαράξει,
αναρωτιόμουν:
μα γιατί δεν βγαίνω
ποτέ
έξω από αυτήν την κάμαρά μου;
γιατί
δεν επιδίδομαι στο εγκώμιο
της
πάλλαμπρης Ανατολής; Και βλέπω
καμιά
φορά μες στ’ όνειρό μου σκλάβους
και
κάτι απρόσκλητους που στιγματίζουν
με
χέρι αχρειότατο τον Ταμερλάνο:
του
λένε πως κοιμάται και πως όλες
τις
νύχτες καταπίνει της γαλήνης
και
της σιωπής τις μαγικές παστίλιες.
Το
γιαταγάνι ψάχνω· δεν το βρίσκω.
Το
πρόσωπό μου ψάχνω στον καθρέφτη·
και
είναι άλλο. Και γι’ αυτό κι εγώ τον σπάζω,
κι
αμέσως μου επιβάλλουν τιμωρίες.
Γιατί
δεν βρίσκομαι στις εκτελέσεις
να
δω και τον μπαλτά και το κεφάλι;
Αυτά
τα πράγματα με ανησυχούν, μα
και
τίποτα δεν γίνεται, αν δεν θέλει
ο
Ταμερλάνος – αν και Αυτός μπορεί ίσως
να
θέλει αυτό που θέλει δίχως να το
γνωρίζει.
Ναι, χωρίς καν να το ξέρει.
Κι
εγώ είμαι ο Ταμερλάνος. Λαγγεμένη
Ανατολή
και Δύση, αναμφιβόλως…
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου