JORGE LUIS BORGES
Ο
ΕΝΔΥΜΙΩΝ ΣΤΟΝ ΛΑΤΜΟ
Κοιμόμουν
στην κορφή και ήταν ωραίο
το
σώμα μου – τα χρόνια τό ’χουν φθείρει.
Ο
Κένταυρος, στην ελληνίδα νύχτα
ψηλά,
τον τετραπλό τον τροχασμό του
ανάκοψε,
τον ύπνο να επιβλέψει
που
ζούσα. Μου άρεσε ο ύπνος, τα όνειρά μου,
και
τ’ άλλο τ’ όνειρο, το καθαρτήριο,
που
ξεγελά τη μνήμη, από το βάρος
λυτρώνοντάς
μας νά ’μαστε στον κόσμο,
εδώ
στη γη ό,τι ο καθένας μας είναι.
Σελήνη
και θεά η Άρτεμις συνάμα
με
κοίταζε στο όρος που κοιμόμουν
και
αργά κατέβηκε στην αγκαλιά μου –
χρυσάφι
κι έρωτας στη νύχτα που ήταν
πυρπολημένη.
Τα θνητά μου τότε
εγώ
έκλεισα ματόκλαδα: την όψη
την
όμορφη να δω δεν ήθελα, που
τα
πήλινά μου βεβηλώναν χείλη.
Την
ευωδία αφού ήπια της σελήνης,
με
μι’ αχανή φωνή είπε τ’ όνομά μου.
Ω
οι άχραντες παρειές που αναζητούνται,
ω
ποταμοί του έρωτα, της νύχτας,
ω
ο ανθρώπειος ασπασμός, το τανυσμένο
το
τόξο. Πόσο εκράτησε η ολβιότης
εκείνη
δεν γνωρίζω, αφού υπάρχουν,
ναι,
πράγματα που δεν μετριούνται με άνθη ή
με
ρώγες ή με το αβρό το χιόνι.
Ο
κόσμος με αποφεύγει. Με φοβούνται
ως
άνθρωπο που αγάπησε η Σελήνη.
Τα
χρόνια πέρασαν. Μι’ αμφιβολία
μες
στην ξαγρύπνια μου σκορπίζει τρόμο.
Η
χρυσαφένια η ταραχή εκείνη
επάνω
στο βουνό αναρωτιέμαι
αλήθεια
αν ήταν ή όνειρο μονάχα.
Ανώφελο
είναι συνεχώς να λέω
πως
το ίδιο πράγμα είναι ένα μου όνειρο και
μι’
ανάμνησή μου χτεσινή – συμπίπτουν.
Στους
ίδιους τρέχει η μοναξιά μου δρόμους
της
γης, εγώ όμως πάντοτε γυρεύω
να
βρω (στη νύχτα μέσα την αρχαία
των
οιωνών) πού κρύβεται η κόρη
του
Δία εκείνη η αδιάφορη: η σελήνη.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου