RENÉ CHAR
ΜΙΑ
ΙΤΑΛΙΔΑ ΤΟΥ ΚΟΡΟ
Στο
ρυάκι με τη γκρίζα πλημμύρα
Μια
άλικη κουρτίνα δίκην αυλαίας έχει σηκωθεί.
Η
σάρκα μου παραμένει στου ολκού την άκρη.
Για
να μαζέψεις τα καλάμια σκύβεις
Σκέφτεσαι
ό,τι δεν γνωρίζεις.
Με
πίνει το περκάλι και με τεντώνει το ύφασμα
Στα
χείλη της κοιλάδας που λαχταρούσα.
Και
ενώ αυτά τριγυρίζονται από αποστάσεις που απογοητεύουν,
Τη
δύναμη τεντώνω των μπράτσων μου στον αφρό των μελλοθανάτων,
Τον
λευκό μου εφαρμόζω νόμο επί του μετώπου τους,
Ανήκω
σε όποιον μου επιτίθεται υποχωρώντας στο μανιασμένο του βάρος,
Ο
αέρας των μακριών μου φλεβών ανεξάντλητος είναι.
Κρατιέμαι
μακριά από τις οσμές των τσοπάνων.
Από
τη στέγη μου διακρίνω τον δρόμο με τα πεζοδρόμιά του που χαχανίζουν:
Απ’
τη φαυλότητα να πιει ένα κελάρι.
Ένας
φράχτης από σφεντάμια αφήνεται σε κάποιον ζωγράφο
Κι
αυτός τον διακλαδίζει στου καμβά του τη γαλήνη.
Είναι
γνωστός των φτωχών αγροικιών –έχουν οικειότητα–
Καταδεκτικός
καθώς είναι και στενόχωρος σαν σκαραβαίος.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου