JORGE
LUIS BORGES
ΣΤΗΝ
ΟΔΟ ΠΑΣΕΟ ΔΕ ΧΟΥΛΙΟ
Δεν διάλεξα σκόπιμα –τ’ ορκίζομαι– στον
δρόμο αυτό να ξαναπάω
με τις ψηλές αψίδες να επαναλαμβάνονται σαν μέσα σε καθρέφτη,
με τα σφαχτάρια του να κρέμονται σειρά στις ψησταριές, και
με την πορνεία πίσω από ό,τι ευγενέστερο –τη μουσική– να κρύβεται.
με τις ψηλές αψίδες να επαναλαμβάνονται σαν μέσα σε καθρέφτη,
με τα σφαχτάρια του να κρέμονται σειρά στις ψησταριές, και
με την πορνεία πίσω από ό,τι ευγενέστερο –τη μουσική– να κρύβεται.
Ανάπηρο λιμάνι δίχως θάλασσα, υφάλμυρο
μπουρίνι εγκλωβισμένο,
αντιμάμαλο στερεωμένο στη στεριά: Πασέο δε Χούλιο,
αν και οι αναμνήσεις μου, εξ απαλών ονύχων, σε γνωρίζουνε,
σπίτι μου εγώ ποτέ δεν σ’ ένιωσα, ποτέ πατρίδα.
Ό,τι έχω από σένα είναι μι’ άγνοια εκπλήσσουσα,
μι’ ανασφαλής περιουσία σαν κι εκείνη των πουλιών στον αέρα –
ο στίχος μου συνίσταται ωστόσο σε ερωτήσεις και βασάνους,
ενώ σε προμαντεύματα υπακούει και εικασίες.
Γειτονιά εσύ με ευκρίνεια εφιάλτη στων άλλων τα πόδια,
την άσχημη των προσώπων πλευρά οι κυρτοί σου καταγγέλλουν καθρέφτες,
και, ξαναμμένη σε χαμαιτυπεία, η νύχτα σου στην πόλη από πάνω αιωρείται.
Είσαι ο αφανισμός που σφυρηλατεί έναν κόσμο
με τους αντικατοπτρισμούς, με τις παραμορφώσεις του·
υποφέρεις χάος, υπομένεις ανύπαρκτα πράγματα,
τη ζωή επιμένεις με χαρτιά σημαδεμένα να παίζεις·
καβγάδες το αλκοόλ σου για ψύλλου πήδημα στήνει,
στα δάχτυλα τις παίζουν οι Πυθίες σου τις σολωμονικές του φθόνου.
Να συμβαίνει, τάχα, επειδή η κόλαση είναι άδεια,
η τερατώδης σου πανίδα κίβδηλη, πλαστή,
και η γοργόνα, που σου υποσχότανε η αφίσα, νεκρή και κέρινη;
Έχεις την τρομερή αθωότητα
της παραίτησης, της χαραυγής, της γνώσης,
αντιμάμαλο στερεωμένο στη στεριά: Πασέο δε Χούλιο,
αν και οι αναμνήσεις μου, εξ απαλών ονύχων, σε γνωρίζουνε,
σπίτι μου εγώ ποτέ δεν σ’ ένιωσα, ποτέ πατρίδα.
Ό,τι έχω από σένα είναι μι’ άγνοια εκπλήσσουσα,
μι’ ανασφαλής περιουσία σαν κι εκείνη των πουλιών στον αέρα –
ο στίχος μου συνίσταται ωστόσο σε ερωτήσεις και βασάνους,
ενώ σε προμαντεύματα υπακούει και εικασίες.
Γειτονιά εσύ με ευκρίνεια εφιάλτη στων άλλων τα πόδια,
την άσχημη των προσώπων πλευρά οι κυρτοί σου καταγγέλλουν καθρέφτες,
και, ξαναμμένη σε χαμαιτυπεία, η νύχτα σου στην πόλη από πάνω αιωρείται.
Είσαι ο αφανισμός που σφυρηλατεί έναν κόσμο
με τους αντικατοπτρισμούς, με τις παραμορφώσεις του·
υποφέρεις χάος, υπομένεις ανύπαρκτα πράγματα,
τη ζωή επιμένεις με χαρτιά σημαδεμένα να παίζεις·
καβγάδες το αλκοόλ σου για ψύλλου πήδημα στήνει,
στα δάχτυλα τις παίζουν οι Πυθίες σου τις σολωμονικές του φθόνου.
Να συμβαίνει, τάχα, επειδή η κόλαση είναι άδεια,
η τερατώδης σου πανίδα κίβδηλη, πλαστή,
και η γοργόνα, που σου υποσχότανε η αφίσα, νεκρή και κέρινη;
Έχεις την τρομερή αθωότητα
της παραίτησης, της χαραυγής, της γνώσης,
την αθωότητα του ακάθαρτου πνεύματος που
εξαχνώνεται
τις μέρες της μοίρας διαβαίνοντας,
και που είναι ήδη λευκό απ’ το πλήθος των φώτων, και πια κανείς δεν το ποθεί
τις μέρες της μοίρας διαβαίνοντας,
και που είναι ήδη λευκό απ’ το πλήθος των φώτων, και πια κανείς δεν το ποθεί
παρά μονάχα σαν παρόν, σαν ενεστώτα,
όπως οι γέροι.
Πίσω απ’ τους μεγάλους του προαστίου μου τοίχους, τα κάρα τα σκληρά
με υψωμένους τους ρυμούς τους θα πιάσουν να προσεύχονται
Πίσω απ’ τους μεγάλους του προαστίου μου τοίχους, τα κάρα τα σκληρά
με υψωμένους τους ρυμούς τους θα πιάσουν να προσεύχονται
στον απίθανο θεό της σκόνης και του
σίδερου·
πες, όμως,
ποιός θεός, ποιό είδωλο, ποιός σεβασμός σου
ανήκει εσένα, Πασέο δε Χούλιο;
Συμφωνία κλείνει η ζωή σου με τον θάνατο,
ενώ η ευτυχία όλη, και μόνο με την ύπαρξή της, σου πάει πάντα κόντρα.
Συμφωνία κλείνει η ζωή σου με τον θάνατο,
ενώ η ευτυχία όλη, και μόνο με την ύπαρξή της, σου πάει πάντα κόντρα.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου