GEORG TRAKL
ΑΘΥΜΙΑ
Το
απόγευμα τού κόσμου η δυστυχία πλανιέται στοιχειωμένη.
Μέσ’
από κήπους ρημαγμένους οι παράγκες δραπετεύουν.
Τα
πεφταστέρια γύρω από κοπριές καμένες κοροϊδεύουν·
στο
σπίτι τους δυό πλάνητες γυρνούν σταχτιοί, συγκλονισμένοι.
Μες
στο κατάξερο χωράφι ένα παιδάκι πιλαλάει·
με
των ματιών του παίζει το αμαυρό και αστραφτερό τοπάζι.
Θαμπό
χρυσάφι και άτονο απ’ τα κλαδιά των θάμνων στάζει.
Περίλυπος
στους πέντε ανέμους τώρα κάποιος γέρος πάει.
Τα
βράδια πάλι από την κεφαλή μου κατευθύνει
ο
Κρόνος με τη βουβαμάρα του μιαν άθλια ειμαρμένη.
Ο
σκύλος με το δέντρο κυνηγιούνται ευχαριστημένοι,
και
του Θεού ο άραχλος και ο έρμος ουρανός αναβοσβήνει.
Γλιστρώντας
το ψαράκι κατεβαίνει γρήγορα το ρυάκι·
ανάπαλο
του πεθαμένου φίλου εκεί ακουμπά το χέρι
το
μέτωπο, τα ρούχα, μοιάζοντας αγάπη να προσφέρει.
Και
κάποιο φως τούς ίσκιους αφυπνίζει μες στο καμαράκι.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου