JORGE LUIS BORGES
ΤΟ ΤΑΝΓΚΟ
Πού νά ’χουν
πάει; – ερώτημα η ελεγεία θα σου βάλει
για κείνους
που χαθήκαν, λες και υπάρχει κάποιος τόπος,
κάποια
περιοχή, όπου ζει το Χτες, και υπάρχει τρόπος
να ζουν το
Σήμερα, το Ακόμα και το Εκ Νέου Πάλι.
Πού νάν ’ν’
(το ξαναλέω) εκείνο το ανθρωπομάνι
που μες στα
σκονισμένα καλντερίμια έχει ιδρύσει
–στους
έρημους συνοικισμούς, που επάλευε να ζήσει–
τη σέκτα του
στιλέτου που παλικαράδες φτιάνει;
Πού νά ’χουν
πάει εκείνοι που περάσαν και χαθήκαν
αφήνοντας
επεισοδίων ίχνη πίσω, και ίσως
στον χρόνο
εποποιία γράψαν μυθική; Πώς δίχως μίσος
ή κέρδος ή
αγαπητηλίκια αλληλοσκοτωθήκαν;
Στον θρύλο
τους τούς ψάχνω ή στην αληθινή τους σφαίρα:
το κάρβουνο
είναι που σαν ρόδο αβέβαιο ανοίγει στο έμπα
της νιότης
και κρατάει κάτι απ’ όλη αυτή την πλέμπα
από το Λος
Κορράλες ίσαμε τη Βαλβανέρα.
Σε ποιά
σοκάκια σκοτεινά, σε ποιό λαγκάδι εκεί έρμο
του κάτω
κόσμου ο σέρτικος να κατοικοεδρεύει ίσκιος
του μάγκα
εκείνου που ήταν στη ζωή του πάντα σύσκιος; –
ναι, τον
Μουράνια λέω, το στιλέτο απ’ το Παλέρμο.
Κι αυτός ο
τρομερός Ιβέρα που οι άγιοι τον λυπούνται
και που σ’
ένα γεφύρι εσκότωσε τον αδερφό του,
τον Νιάτο, τον Πλακουτσομύτη, κι έτσι το δικό του
σκορ έφτασε
στους φόνους, πού ’ναι; Πού κι οι δυο κοιμούνται;
Για
μαχαιριών, στιλέτων πρόκειται μυθολογία
που με τα
χρόνια την κατάπιε η λήθη κι εξεχάστη·
τραγούδια
λεν για φονικά και για το πώς επιάστη
ο δράστης σε
τραβήγματα με την αστυνομία.
Υπάρχει κι
άλλο κάρβουνο και ρόδο φλογισμένο
και ζουν θαμμένα
μεν στη στάχτη, αλλ’ ακόμα καίνε·
εδώ είναι οι
αγέρωχοι μαχαιροβγάλτες, και μας λένε
το βάρος που
’χει το στιλέτο το αμίλητο κρυμμένο.
Με το
εχθρικό είν’ και τ’ άλλο το στιλέτο: ο χρόνος: μένει
μαζί του· κι
έτσι μες στις λάσπες θάφτηκαν κι εκείνοι,
και σήμερα,
πέρ’ απ’ τον χρόνο, εδώ ό,τι έχει απομείνει
και ακόμα
ζει είναι να χορεύουν τάνγκο οι πεθαμένοι.
Στη μουσική
είναι μέσα, στις χορδές εκείνου του άγιου
οργάνου, της
κιθάρας, που ’χει πείσμα μουλαρίσιο
και στις
μιλόνγκες μηχανεύεται ό,τι παραδείσιο
έχει
αθωότητα μες στις φιέστες του κουράγιου.
Και κίτρινα
κυλάει τσέρκια, με των τσίρκων όμοια:
λιοντάρια και
άλογα· και ακούω και τους ήχους κιόλας
από τα
τάνγκο του Βισέντε Γρέκο και του Αρόλας
που τά ’χω
δει να τα χορεύουνε στα πεζοδρόμια,
και σήμερα
για μια στιγμή έρχεται μεμονωμένο
χωρίς το
πριν και το μετά, και κόντρα απλώς στη λήθη
κρατώντας
γεύση απ’ το χαμένο, απ’ ό,τι δϊελύθη:
τη γεύση που
έχει απολεσθέν και ξανακερδισμένο.
Στις
συγχορδίες θε να βρεις πράγματ’ αρχαία πάρα
πολλά: απ’
την άλλη μεσαυλή και από τα κλήματα ήχους.
(Πίσω από
τις μισοκλεισμένες γρίλιες και τους τοίχους,
μαχαίρι ο
Νότος έχει φυλαγμένο και κιθάρα.)
Το τάνγκο:
ετούτη εδώ η ριπή, η διαβολική αταξία,
με χρόνων
μόχθους κι έγνοιες έρχεται μαζί να πέσει.
Από πηλό και
χρόνο επλάστηκε, για να διαρκέσει
λιγότερο ο άνθρωπος
απ’ την αχνή του μελωδία,
που χρόνος
είναι απλώς και μόνο. Σε θολού και αστείου
μυαλού
φαντάσματα, του παρελθόντος αμανάτι,
η μνήμη
μένει ενός θανάτου που ’γινε για κάτι
ξεσυνερίσματα
σε μια γωνιά του προαστίου.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου