Δημοσιεύθηκε σήμερα στα "ΝΕΑ"
ΓΙΩΡΓΟΣ
ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
Η
μετάφραση της Κόλασης του Δάντη από τον Δημήτρη Μαυρίκιο
Η
ποίηση δεν διαβάζεται – αναγιγνώσκεται (και αναγιγνωσκόμενη «ανα-γιγνώσκεται»,
«ανα-γνωρίζεται»). Λειτουργεί με τη φωνή και την ακοή, οι οποίες απαιτούν την
«υπόκριση» (την «actio», αυτό το
πέμπτο στοιχείο της ρητορικής τέχνης, που μετέχει όλων των τεχνών του λόγου,
πρωτίστως δε του θεάτρου), προκειμένου να πείθεται το «ακροατήριο». Γι’ αυτό
και το ποίημα είναι «άσμα», «canto», «τραγούδι»,
που απαγγέλλεται, και απαγγελλόμενο τραγουδιέται ή/και παίζεται. Η ποίηση, για
να είναι άξια του ονόματός της, πρέπει να ηχεί, να τονίζεται, να ερεθίζει καλά
το ακουστικό νεύρο, να μην πικραίνει την αίσθηση της ακοής. Τα ίδια ισχύουν και
για τη μετάφραση της ποίησης – εις διπλούν μάλιστα, πράγμα εξάλλου ευνόητο. Το
μετάφρασμα δέον ομοίως όπως απαγγέλλεται, όπως παίζεται.
Κρατάμε
στα χέρια μας τη μεταφραστική πρόταση του Δημήτρη Μαυρίκιου πάνω στο πρώτο
βιβλίο της δαντικής Θείας Κωμωδίας: την Κόλαση. Με μεγάλη χαρά διαπιστώνουμε
ότι τα παραπάνω απαντώνται στο πόνημά του – τόσο στη σύντομη και περιεκτική
εισαγωγή του όσο και στο μετάφρασμα καθαυτό. Ο Μαυρίκιος ξεκινάει από την
ηχητική φυσιογνωμία του ποιητικού λόγου (συνοδευόμενη από τη απαραίτητη μουσικότητα
και την ενδιάθετη θεατρικότητα του δαντικού κειμένου), διαβάζει αναγνωστικά τη
«λογοτεχνική παρτιτούρα» του πρωτότυπου και παραδίδει στο κοινό των ακροατών/αναγνωστών
μια πυκνή προφορική μεταγραφή του σε μετάφρασμα εμμέτρως κραταιωμένο.
Στην
εργασία του ο μεταφραστής έθεσε ως ultima ratio του εγχειρήματός του τη διατήρηση του ήχου όπως
ακούγεται στους 4720 ιαμβικούς ενδεκασύλλαβους της Κόλασης. Την επαγγελθείσα
στην εισαγωγή του ηχητική ακεραιότητα την προσφέρει αψεγάδιαστη: μεταφράζει το
ιταλικό ποίημα με ελληνικό ιαμβικό ενδεκασύλλαβο, προσφέροντας ένα γενναίο
ψηφιδωτό λόγου στα ελληνικά γράμματα, όπως αυτά επηρεάζονται και διαμορφώνονται
από το κατ’ εξοχήν δυτικό πνεύμα: από το
πνεύμα της Αυσονίας, στο οποίο τόσο πολλά και σημαντικά οφείλει η νεοελληνική
λογοτεχνία. Η μεταφραστική πρόταση του Μαυρίκιου έρχεται, μάλιστα, να
συμπληρώσει με τον θεατρικώς μιμητικό της τρόπο την ιδέα του Διονυσίου Σολωμού
να μεταφραστούν τα ομηρικά έπη σε ιαμβικούς ενδεκασύλλαβους, όπως άλλωστε το
είχε κάνει προσφέροντας μας ένα μικρό υπόδειγμα από τη Σ ραψωδία της Ιλιάδας φιλοτεχνημένο
κατά το μετρικό/ποιητικό ήθος του Βιντσένζου Μόντι.
Η
πρόταση του Μαυρίκιου είναι νόμιμη: υπακούει στον νόμο που έθεσε εξ αρχής ο
μεταφραστής. Θα μπορούσε να είχε προκρίνει άλλον τρόπο, χωρίς να του λείπει
καθόλου η νομιμότητα: να μετέφραζε, λ.χ., τους στίχους σε ιαμβικό 13σύλλαβο
(όπως θα τον συμβούλευε ο Γεώργιος Καλοσγούρος) ή 17σύλλαβο και να κρατούσε
αυστηρά τις ρίμες των τερτσινών. Θα μπορούσε, επίσης, να «δει» το δαντικό έργο
ως «έπος» και να το μεταφέρει σε ελεύθερο στίχο ή ακόμα και σε πεζό λόγο. Όλα
αυτά έχουν γίνει, και πολλές φορές μάλιστα, σε όλες τις εθνικές λογοτεχνίες και
με όλους τους γενάρχες της ποίησης από τον Όμηρο και εντεύθεν. Ο Μαυρίκιος προέκρινε
ως υπόδειγμά του την «ανασύνθεση ενός ακροάματος» και την υπηρέτησε πιστά – δεν
περιορίστηκε στη «μεταγραφή ενός αναγνώσματος» στα ελληνικά. Άρα, επ’ αυτού και
μόνον επ’ αυτού πρέπει να κριθεί. Και κρινόμενος αριστεύει! Το δε κατόρθωμά του
ανήκει στις ελάχιστες διακριτές περιπτώσεις, όπου το μεταφραστικό «θάτερον» διεκδικεί
δικαιωματικά να ακούγεται ως «ταυτόν» του πρωτοτύπου. Υπερβολή; Ίσως μεν, αλλά
όχι αυθαίρετη. Καθόλου αυθαίρετη μάλιστα!
Αν
ο μεταφραστής είχε περιοριστεί στη βουβότητα ενός «γραπτού αναγνώσματος», θα
είχε επιτελέσει απλώς μεταφραστικό κατόρθωμα. Θεμελιώνοντας την εξαγγελτικότητα
ενός «ηχητικού ακροάματος», επιτελεί κατ’ ουσίαν διερμηνευτικό κατόρθωμα. Και
στη σκοπίμως χρησιμοποιούμενη εδώ λέξη
«διερμηνευτικό» δεν ακούμε μόνο τη διερμηνεία ως στιγμιαία προφορική μετάφραση,
αλλά και την ερμηνεία που έρχεται να ηχήσει και να εξηγήσει με εκφωνήσεις και
λαλικές δράσεις τι μπορεί να πει ο μέγας Φλωρεντινός στα ελληνικά.
Ο
Μαυρίκιος επιστρατεύει όλα τα δυνατά σχήματα λόγου και διανοίας για να
διαχειριστεί το ιταλοελληνικό γλωσσικό υλικό του και να το επαναρθρώσει
ποιητικά. Με αυστηρή μετρική ανάγνωση και με γλώσσα όχι απλώς μετέχουσα του
λόγου του ελληνικού στην ανεξάντλητη συγχρονία και διαχρονία του, αλλά και
σφύζουσα από λυρικούς ρυθμούς και χυμούς και τερτίπια της διακειμενικότητας, ιδρύει,
ανεγείρει ένα «πανομοιότυπο» του αθάνατου δαντικού υποδείγματος. Και επειδή η
μετάφραση είναι «μιμητική επανάληψη εν χρόνω», σε τούτη την περίπτωση μετάφρασης
του Δάντη στη γλώσσα μας έχουμε λαμπρά ποιητικά αποτελέσματα. Να μερικά
παραδείγματα – εξ όνυχος, εξ άλλου, γνωρίζουμε τον λέοντα:
Άσμα
πρώτο, στίχοι 3 και 18: «απ’ την ορθή οδό λοξοδρομώντας» και «οδηγεί στον ίσιο
δρόμο» αντίστοιχα. Στο πρώτο παράθεμα ακούμε 7 «ο», εκ των οποίων τα 6 είναι
στη σειρά το ένα μετά το άλλο, και έρχονται αμέσως παρακάτω, στους στίχους 6-7,
ν’ ακουστούν αντιστικτικά 6 «ι»: «τρομάζει. / Μνήμη πικρή που αγγίζει». Στα δύο
πρώτα παραδείγματα έχουμε και «οδούς» και «δρόμους» που «λοξοδρομούν» και
οδηγούν»: πουθενά δεν πικραίνεται η ακοή από ταυτολογικές συγχύσεις! Το ίδιο
και στον στ. 124: «τον νόμο του άνακτα που βασιλεύει»! Στο τρίτο άσμα, στους
στίχους 107 και 130 διαβάζουμε «στη μαύρη όχθη» και «ο μαύρος τόπος» αντίστοιχα.
Στα ιταλικά «la riva
malvagia» και «la
buia campagna»,
ενώ ο στίχος 117 λέει «l’onda bruna»
και ο Μαυρίκιος το αποδίδει «σκοτεινά νερά». Και το «ciascun uom che Dio non
teme» (στίχος 108), το μεταφράζει «θεομπαίχτης». Όσοι κραδαίνουν λεξικά, για να
ελέγχουν τις μεταφράσεις κατά λέξη και εν αγνοία της ποιητικής, είναι βέβαιο
ότι αδυνατούν ν’ ακούσουν τη σεμνή ελληνοπρέπεια των εν λόγω αποδόσεων. Άσμα 26ο,
στίχος 1: το «Godi, Fiorenza, poi che se’ sì grande»
μεταφράζεται «Χαρά στο μεγαλείο σου, Φλωρεντία». Γιορτή του λόγου του
ελληνικού, το δίχως άλλο.
Πάμε
και σε δυο-τρία άλλα σημεία: Η αναλωμένη (και κοινολεκτούμενη πλέον στα
ιταλικά) μεταφορά, που περιέχεται στη συναισθησία «là dove ’l sol tace» (άσμα 1, στ.
60), μεταφράζεται ως «εκεί όπου λαλιά δεν έχει ο ήλιος», δηλαδή ως πρωτότυπη
μεταφορά. Το αυτό συμβαίνει και στο άσμα 24, στ. 2: το «che ’l
sole i crin sotto l’Aquario tempra» γίνεται «όταν ο ήλιος / λούζει τη χαίτη του στον
Υδροχόο». Στους 9 πρώτους στίχους του 32ου άσματος το «le
rime aspre e chiocce» τρέπεται σε «οι στίχοι μου τραχείς, βραχνοί», το «al tristo buco» ακούγεται «στο άθλιο
αυτό πηγάδι», και το «discriver fondo a tutto l’universo» χωρεί στο «του σύμπαντος
τα βάθη να ιστορήσεις»: τόσο η τραχύτητα και η βραχνάδα, που προεξαγγέλλονται
από τον ποιητή, όσο και η αίσθηση του βάθους, που δημιουργείται στους διαύλους
του νου του αναγνώστη, «αναγιγνώσκονται» ακέραιες στο μετάφρασμα.
Έχω τη γνώμη ότι ταιριάζει εδώ να αντιγράψω τους
στίχους 129-132 από το 34ο και τελευταίο άσμα της Κόλασης, γιατί έρχονται
να τονίσουν (με τη μουσική σημασία του όρου) ένα σύμπαν ιταλικών μεταφορών
μεταφερμένων σε ελληνικά συνυφαινόμενα σχήματα: «Ρυάκι αόρατο μες στο σκοτάδι,
/ που όμως το ακούς να ρέει, κατηφορίζει / απ’ τη σχισμή ενός βράχου, που ’χει
λειάνει / με τη γερτή, σπειροειδή ροή του».
(Σημείωση:
ο μέγας Ευγένιος Μοντάλε μάς συμβουλεύει να μεταφράζουμε «non per
l’occhio, ma per
l’orecchio», παναπεί «όχι
με το μάτι, μα με το αφτί μας». Δεν αρκεί να βλέπουμε. Πρέπει και να ακούμε
καθαρά ό,τι βλέπουμε, για να το βλέπουμε έτσι καλύτερα. Διότι, όπως γράφει ο
Δάντης: «per suono è noto» – και μεταφράζει ο Μαυρίκιος: «το ακούς να ρέει».)
Και
όντως το ακούς το μετάφρασμα, το ακούς να ρέει. Το ακροατήριο είναι πλήρως
πεπεισμένο. Οφείλουμε χάριτες στον Δημήτρη Μαυρίκιο για το έργο του, που
συνοδεύεται από πραγματολογικά και ερμηνευτικά σχόλια. Ευελπιστούμε ότι θα
απολαύσουμε σύντομα και το Καθαρτήριο και τον Παράδεισο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου