GEORG TRAKL
Η
ΩΡΑΙΑ ΠΟΛΗ
Πλατείες
αρχαιότατες και ηλιόλουστες σωπαίνουν.
Βαθύ
γαλάζιο κι ένα εκκεντρικό χρυσό εκλεπτύνουν
καλόγριες,
που σαν σε όνειρο το βήμα επιταχύνουν
κάτω
από οξιές που, μες στον καύσωνα, κι αυτές σωπαίνουν.
Απ’
τις χαλκόφαιες και φωτισμένες εκκλησίες
κοιτάζουν
έξω του θανάτου οι λαγαρές εικόνες –
εικόνες
όμορφες με κόμητες και με ηγεμόνες.
Τα
στέμματά τους σπινθηροβολούν στις εκκλησίες.
Ατίθασα
φαριά πετάγονται απ’ το σιντριβάνι.
Τ’
ανθάκια από τα δέντρα τα ψηλά πετάνε νύχια·
τ’
αγόρια παίζουν με όνειρα αξεμπέρδευτα και μύχια,
ειρηνικά
τα βράδια εκεί, κοντά στο σιντριβάνι.
Κορίτσια
στέκονται μπροστά στις πόρτες, στα κατώφλια,
την
παγχρωμία της ζωής παρατηρούν, την ύλη
κοιτάνε
και, κοιτώντας, τρέμουνε τα υγρά τους χείλη,
και
κάτι καρτερούν εκεί, στις πόρτες, στα κατώφλια.
Ριγούν
απ’ τις καμπάνες, όπως φτερουγίζουν, οι ήχοι·
στην
αλλαγή φρουράς αλαλαγμοί παραγγελμάτων.
Αφτί
έχουν στήσει οι ξένοι· ακούν το μαρς των βαδισμάτων.
Ψηλά
στον ουρανό εκκλησιαστικών οργάνων ήχοι.
Κάτι
αίθρια όργανα ηχούν και παίζουν, τραγουδάνε,
και
μέσ’ απ’ τα φυλλώματα των κήπων κυματίζει
ωραίων
κυριών το γέλιο, γλυκοκελαρύζει.
Οι
νεαρές μητέρες πάντα σιγοτραγουδάνε.
Κρυφή
τη νιώθεις στα λουλουδιασμένα παραθύρια
εκείνη
την οσμή: λιβάνι, πασχαλιά, κατράμι.
Και
βλέφαρα ασημένια γέρνουν, που ’χουν αποκάμει,
και
όλο αχνοσβήνουν στα λουλούδια που ’ν’ στα παραθύρια.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου