ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
Η ΦΑΥΛΗ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ
Θα απογοητευθεί όποιος αναμένει να διαβάσει παρακάτω στοιχεία για τη –με τη σημερινή σημασία της λέξης– «φαυλότητα» της μετάφρασης, διότι τίποτε περί φαυλότητος δεν αναφέρεται. Ο σχετικός όρος χρησιμοποιείται εδώ με πλατωνικό χρώμα, παραπέμποντας στον διάλογο Γοργίας, όπου και γίνεται η διάκριση των τεχνών σε «καλές» (που είναι οι –όπως θα λέγαμε σήμερα– μεγάλες) και σε «φαύλες», παναπεί σε «μικρές». Η μετάφραση είναι μια μικρή γλωσσική τέχνη, μια ετερόφωτη τέχνη, που παίρνει φως από το πρωτότυπο και το διαχέει στην επικράτεια της γλώσσας αφίξεως του μεταφράσματος.
Η ΦΑΥΛΗ ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ
Θα απογοητευθεί όποιος αναμένει να διαβάσει παρακάτω στοιχεία για τη –με τη σημερινή σημασία της λέξης– «φαυλότητα» της μετάφρασης, διότι τίποτε περί φαυλότητος δεν αναφέρεται. Ο σχετικός όρος χρησιμοποιείται εδώ με πλατωνικό χρώμα, παραπέμποντας στον διάλογο Γοργίας, όπου και γίνεται η διάκριση των τεχνών σε «καλές» (που είναι οι –όπως θα λέγαμε σήμερα– μεγάλες) και σε «φαύλες», παναπεί σε «μικρές». Η μετάφραση είναι μια μικρή γλωσσική τέχνη, μια ετερόφωτη τέχνη, που παίρνει φως από το πρωτότυπο και το διαχέει στην επικράτεια της γλώσσας αφίξεως του μεταφράσματος.
Η
μετάφραση είναι επιστήμη στο μέτρο που μπορεί να προσεγγισθεί επιστημονικά το
αποτέλεσμα της, το κάθε μεμονωμένο μετάφρασμα δηλαδή, και να περιγραφεί με τους
γενικώς ισχύοντες κανόνες της οικείας επιστήμης, που δεν είναι άλλη από τη
Γλωσσολογία. Δεν συνιστά, όμως, επιστήμη –ούτε μπορεί να γίνει ποτέ– ως προς
την εκπόνηση κανόνων του μεταφράζειν, που θα ισχύουν μάλιστα κατά παραδοχή
γενικώς και διαχρονικώς. Τούτο εξηγείται από το ότι στη μεταφραστική διαδικασία
εμπλέκονται αποκλειστικώς και μόνο μία σταθερά, ήτοι το πρωτότυπο κείμενο, και
άγνωστος μεν, μέγας δε αριθμός παραμέτρων, που σημαδεύουν καθοριστικά το
μετάφρασμα και που –ενδεικτικώς και αδρομερώς– αφορούν αφενός τον χρόνο, τον
τόπο και τις συνθήκες οπού επιτελείται η μετάφραση και αφετέρου το πρόσωπο του
καθέκαστον μεταφραστή. Αλλά ακόμη και η σταθερά του υπαρκτού και αμετάβλητου
πρωτοτύπου απολύει την ατρεπτότητά της από τη στιγμή που καθορίζεται από τον
τρόπο αναγνώσεως του κειμένου από τον κάθε μεταφραστή, και ο οποίος τρόπος
είναι δυνατόν να ποικίλλει ανά φυσικό μεταφραστή αναλόγως του είδους του προς
μετάφραση κειμένου.
Η
μετάφραση είναι είδος ρητορικής τόσο με την ευρεία (και συνάμα μεταφορική)
σημασία του όρου, δηλαδή ως λόγος,
όσο και με τη στενή του σημασία, αφού η
πενταμερής διάκριση της ρητορικής τέχνης (: εύρεση, διάταξη, λέξη, μνήμη,
υπόκριση) απαντάται οπωσδήποτε κατά
την αρτίωση των επιτελεσμάτων της. Ως ρητορικός λόγος είναι δε ταυτόχρονα και ratio
και oratio: ήτοι, και λόγος/αναλογισμός (τουτέστιν λόγος ενδιάθετος) και λόγος/ομιλία (δηλαδή λόγος εκφερόμενος).
Ο μεταφραστής,
προκειμένου να επιτελέσει τη μεταφραστική αποστολή του, κατά πρώτον, ευρίσκει το θέμα του (inventio),
όχι μόνο ως σώμα ενός κειμένου που πρόκειται να μεταφρασθεί (παναπεί: να
μεταφερθεί και να επαναρθρωθεί σε άλλο γλωσσικό περιβάλλον), αλλά και ως εντελή
σημασιακό ιστό, που πρέπει να διατηρηθεί αλύμαντος κατά τα ουσιώδη στοιχεία
του: όπως και ο ρήτορας υποχρεούται να γνωρίζει και αυτός για τί ακριβώς θα
ομιλήσει. Γι’ αυτό και ο μεταφραστής, κατά δεύτερον, διατάσσει τα διαθέσιμα στοιχεία (ordo) με
τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ο ρήτορας κατατάσσει (διευθετεί και συντάσσει) τα
επιχειρήματά του, φροντίζοντας όπως αναδεικνύονται ευχερώς, καταφανώς και
πασιδήλως τα εξ αυτών ουσιαστικά και κρίσιμα: αυτά που τονίζουν και διακρίνουν
και καθιστούν ξεχωριστό το έργο του. Τούτο, κατά τρίτον, επιτυγχάνεται κατά λέξιν, ήτοι με τη διαρκή μέριμνα του
μεταφραστή να ακολουθεί το κατά περίσταση πρόσφορο για το μεταφραζόμενο έργο
ύφος (elocutio) – όπως, άλλωστε, θα έκανε και ο ρήτορας αναλόγως
του ρητορικού λόγου που θα εκφωνούσε, φροντίζοντας να μην ακούγονται σε
συμβουλευτικά συνυφαινόμενα τόνοι πανηγυρικοί· ταυτόχρονα, ωστόσο, θα πρέπει να
έχει κατά νουν ότι δίπλα στο γενικό ύφος, το εξαρτώμενο από τα καθέκαστον είδη
του ρητορεύειν/μεταφράζειν, πρέπει να επιτρέπεται να διαφανεί και το ειδικό
ύφος, και δη το ειδικό ύφος τόσο του συγγραφέα του πρωτότυπου έργου όσο και του
μεταφραστή του. Στην επιτυχή συμπλοκή των εκάστοτε υφολογικών προαιρέσεων, με
τη συνδρομή όλων των δυνατών σχημάτων λόγου και διανοίας, κρίνεται σχεδόν εξ
ολοκλήρου το ήθος της μετάφρασης.
Όπως το ομιλούν
υποκείμενο στη ρητορική, έτσι και το μεταφράζον υποκείμενο στη μεταφραστική
οφείλει, κατά τέταρτον, να αποδεικνύεται
δεινός μνήμων: να θυμάται, με άλλα λόγια, οτιδήποτε αφορά το προς
μετάφραση έργο: να μπορεί να το αναλύει και να το συνθέτει σε μέρη και υπομέρη
και να είναι σε θέση να επανεκφράζει το έργο όχι ως βασικό θέμα, αλλά και ως
συνισταμένη πλήθους παραλλαγών (memoria). Τούτο το
τελευταίο κατά τη μεταφραστική διαδικασία αμελείται τόσο συχνά όσο και στη
ρητορική: αν όμως ο ρήτορας δεν θυμάται τί έχει πει και πώς το έχει πει,
αντιλαμβανόμαστε πόσο ευτυχές είναι το αποτέλεσμα του λόγου του – το αυτό
ακριβώς ισχύει και για τον μεταφραστή!
Αν ένας ρήτορας
επιτύχει μεν όλα τα προηγούμενα, αλλά δεν ξέρει πώς να τα παρουσιάσει, δεν
είναι καθόλου καλός ρήτορας! Ο ρήτορας πρέπει, κατά πέμπτον, να υποκριθεί, δίκην ηθοποιού/υποκριτού, τον
ρόλο του (actio) – το ίδιο και ο μεταφραστής,
αλλά αυτός ακόμη περισσότερο σε σχέση με τον ρήτορα, και τούτο μάς το μαρτυρούν
πειστικώς και αναντιλέκτως λέξεις ετυμολογούμενες από την actio: εδώ,
στη μετάφραση, ο actor (ηθοποιός) είναι συνάμα auctor (αυθέντης) και author (συγγραφέας). Ο
μεταφραστής έρχεται να υποκριθεί ως αυθεντικός ηθοποιός τον συγγραφέα του
πρωτοτύπου αναλαμβάνοντας στο τέλος να γίνει ο ίδιος συγγραφέας: να
επαναρθρώσει στο μετάφρασμά του ένα πρωτότυπο έργο ακόμα και –για να θυμηθούμε
τον Μπωντλαίρ– ως hypocrite lecteur, παναπεί ως υποκριτής
αναγνώστης. Ο τόνος, εν προκειμένω, πέφτει στο αναγνώστης: ο μεταφραστής θα έχει διαβάσει (αναγνώσει) και θα έχει γνωρίσει (αναγνωρίσει) τί καλείται να υποκριθεί,
δηλαδή να ξαναγράψει.
Στους
πλατωνικούς διαλόγους Θεαίτητος, Κρατύλος και Γοργίας
απαντώνται εκτεταμένα χωρία με αλληλοσυνδεόμενες κρίσιμες αναφορές στο τι είναι
η ουσία του λόγου, η καταγωγή των ονομάτων και η σχέση όλων των τεχνών με τη
ρητορική. 'Εχοντας εξετάσει τμετάφραση ως τέχνη ρητορική (μετέχουσα και των
πέντε μερών της διαίρεσης της ρητορικής oratio) μένει να τη θεωρήσουμε και ως
διανοητική δράση, η οποία άγει σε επιτέλεσμα ατρέπτως εντασσόμενο στο «φυσικώς
φθέγγεσθαι».
Ο υποψιασμένος αναγνώστης έχει ήδη αντιληφθεί
την αναφορά μας στον πλατωνικό Θεαίτητο.
Όντως! Και μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι στο σχήμα που επεξεργάζεται ο Πλάτων
εκεί, χωρεί όλη η μετάφραση: ως διαδικασία και ως έργο κατορθωμένο (ή
επιτελεσμένο), από τη στιγμή μάλιστα που τούτο ισχύει απολύτως για τον εν γένει
λόγο – παναπεί τόσο ως λόγο ενδιάθετο (raison) και λόγο εκφερόμενο (discours) όσο και ως μαθηματική οντότητα (ratio).
Το ειρημένο
πλαίσιο ορίζεται από την τετράδα «γιγνόμενα,
ποιούμενα, απολλύμενα, αλλοιούμενα» (Πλάτων, Θεαίτητος, 157a6-c2). Αδρομερώς εξετάζοντας τα
πράγματα και ακολουθώντας τη σειρά των τεσσάρων μετοχών θα πούμε ότι η
μετάφραση ως οπωσδήποτε επαναλαμβανόμενος λόγος ενός συγκεκριμένου πρωτοτύπου γίνεται επί σκοπώ: προκειμένου να ποιηθεί κάτι· στο προκύπτον ποίημα, ωστόσο, αν το συγκρίνουμε με τον
λόγο του πρωτοτύπου, διαπιστώνονται απώλειες
και σημειώνονται αλλοιώσεις. Οι εν
λόγω αναιρέσεις του πρωτοτύπου, όμως, είναι –θα λέγαμε– μοιραίες: δεν μπορεί να
γίνει διαφορετικά! Για μετάφραση μιλάμε: για κάτι που φράζεται «μετά», δηλαδή για κάτι που λέγεται «ύστερα» και «αλλιώς»!
Ο ποιών το
μετάφρασμα –το ποίημα– είναι δέσμιος όχι μόνο πλείστων όσων ανά φυσική
γλώσσα ιδιατεροτήτων, αλλά και (κυρίως) της έγχρονης επανάληψης των πρωτοτύπως
άπαξ λεχθέντων από τη λαλούσα γραφίδα του. Ο μεταφραστής λειτουργεί ως ρήτορας
που καλείται να επαναλάβει λόγους ξένους, και δη πειστικά – αλλιώς δεν
ρητορεύει! Ο ρήτορας-μεταφραστής ευρίσκει τόπους στη γλώσσα του και διατάσσει ελλόγως
όλα τα διαθέσιμα ή/και ανακαλυφθέντα στοιχεία, καλούμενος να εκφωνήσει με το
ύφος του το ύφος ενός άλλου· αναδεικνυόμνενος δεινός μνήμων και καλός υποκριτής
προτείνει ένα ρητόρευμα με αναγκαστικές αλλαγές (: απώλειες και αλλοιώσεις),
προκειμένου να πείσει το ακροατήριό του για την αξία του ενεργήματός του.
Δεν θα το επιχειρήσουμε εδώ, αφήνοντάς το στην
αρέσκεια ή στην πρωτοβουλία του φιλόσπουδου αναγνώστη, αλλά οι ανά ζεύγη
συνδυασμοί των μετοχών «γιγνόμενα, ποιούμενα, απολλύμενα, αλλοιούμενα» δίνουν πολλή
τροφή στο πνεύμα τόσο για παιχνίδια όσο και για σοβαρό στοχασμό. Θα πούμε,
όμως, αφοριστικά ότι κατά τη γνώμη μας δεν υπάρχει ροπή του μεταφραστικού λόγου
που να μη χωράει σε κάποιο από τα έξη δυνατά ζεύγη.
Επανερχόμενοι
στις τέσσερις μετοχές επιμένουμε απλώς στα «αλλοιούμενα», θέλοντας να τονίσουμε
ιδιαίτερα τις αναπότρεπτες αλλοιώσεις που αποτελούν συγχρόνως και κακία και όρο της αρετής των μεταφρασμάτων, όπως μάλιστα καθορίζονται από
την εκάστοτε δεδομένη «συμπλοκή των ονομάτων», που συνιστά ό,τι στη διεθνώς
ισχύουσα ορολογία θεωρείται ως context, ελληνιστί ως συνυφαινόμενα. Τα πάσης φύσεως, κυρίως
δε τα πολιτιστικά συνυφαινόμενα (που καλείται είτε να διανοηθεί είτε να
εκφωνήσει ο ρητορεύων μεταφραστής), δρουν αυτομάτως εξαλλοιωτικά, ιδίως μάλιστα
μέσα στη ροή των χρόνων και των αιώνων και μέσα στο ρεύμα που περνάει μέσα από
το στόμα του καθενός μεταφραστή. Μέριμνα του κάθε μεταφραστή είναι να τα
αναδείξει όχι ως αλλοιώσεις, αλλά ως προσαρμογές: ως οικειώσεις του ξένου, με
άλλα λόγια ως εν τοις πράγμασι φιλοξενία.
Η υπόρρητη σχέση
της ετυμολόγησης του ονόματος «Απόλλων» (και) με τον όρο «απολλύμενα», που μάς
παραδίδεται στον Κρατύλο (Πλάτων, Κρατύλος, 405b6-406a3), έρχεται να μάς βεβαιώσει ότι ο θεός του φωτός του πρωτοτύπου
θάβεται στο σκότος της απωλείας και της αλλοίωσης μαζί με τα γιγνόμενα και τα
ποιούμενα από τον πρωτότυπο δημιουργό, πλην όμως επιτρέπει στον αναδημιουργό
και δευτεροταγή διαχειριστή του πρωτοτύπου έργου, στον μεταφραστή τουτέστιν, να
παραγάγει ρητορικώς τα δικά του γιγνόμενα και ποιούμενα μέσω μιας νέας
ουσιώδους συμπλοκής ονομάτων, που κάνει τη μετάφραση να υπερβαίνει το
αντιθετικό ζεύγος «τέχνη-επιστήμη» και να γίνεται αληθής «μήτις». Αμέσως
αναφερόμαστε πάλι στον Θεαίτητο
(Πλάτων, Θεαίτητος, 206d1-4), όπου ακούμε τον
Σωκράτη να λέει: «Το πρώτο που θέλει να μας πει ο λόγος είναι το ότι τη σκέψη
μας τη φανερώνουμε δια φωνής μετά ρημάτων τε και ονομάτων και την αποτυπώνουμε
ως γνώμη μας στο ρεύμα που περνάει μέσα από το στόμα του καθενός μας, ώσπερ
εις κάτοπτρον ή ύδωρ, δηλαδή σαν να
κυλάει πάνω σε καθρέφτη ή να μπαίνει μέσα σε τρεχούμενο νερό». Έτσι περνάμε
στη μεταφραστική διαδικασία.
Η μεταφραστική
διαδικασία, προϋποθέτουσα γλωσσική δεξιότητα, τείνει στην άρθρωση γλωσσικών
επιτελεσμάτων, που όμως έχουν αυστηρά ατομικό χαρακτήρα: αποτελούν γλωσσικά
επιτελέσματα αφορώντα συγκεκριμένον κάθε φορά μεταφραστή, καθόσον μέσα στην
κάθε γλωσσική κοινότητα ούτε λειτούργησε ποτέ ούτε λειτουργεί παραλλήλως κάποια
μεταφραστική κοινότητα. Ο μεταφραστής είναι μονάδα· συλλογική μετάφραση δεν
νοείται, ειμή μόνο κατ’ εξαίρεση – αλλά και εκεί τον ρόλο του μοναδικού
μεταφραστή τον παίζει η συνισταμένη της εκπεφρασμένης συναίνεσης των
μεταφραστών επί του τελικού μεταφράσματος.
Για
τη μετάφραση έχουν διατυπωθεί πλείστοι όσοι ορισμοί, πράγμα που αυτομάτως σημαίνει
ότι δεν υφίσταται γενικώς ισχύων ορισμός της. Αποτελεί αφόρητη κοινοτοπία μεν,
πλην όμως αντικατοπτρίζει πιστά την αλήθεια ο στεγνός και στενότατος εκείνος
ορισμός που θέλει τη μετάφραση έγγραφη μεταφορά ενός ήδη υπάρχοντος κειμένου
από μια φυσική γλώσσα σε μία άλλη φυσική γλώσσα. Όσο άγευστος και αν είναι ο
ορισμός αυτός, τόσο επιβεβαιώνει και με τη λιτότητά του την ορθότητα περί τα
πράγματα τα μεταφραστικά. Αν μπορεί να προστεθεί κάτι σε αυτόν, χωρίς να του
καταστρέφει τη στρογγυλότητα είναι τούτο: η μετάφραση αφορά μεν κείμενο
συνταγμένο στη γλώσσα αφετηρίας, επιτελείται όμως σύμφωνα με τους κανόνες της
γλώσσας αφίξεως. Επειδή, όμως, και τούτο το τελευταίο δεν είναι απόλυτο,
μπορούμε να πούμε ότι η ισχύς του εκτείνεται όσο του επιτρέπει η έκφραση «κατά
κανόνα». Αφοριστικά, αλλά καθόλου μακριά από την ορθότητα και την αλήθεια, θα
μπορούσαμε να πούμε ότι η μετάφραση είναι «έργον μεταφραστού». Μέσα στην εγγενή
πλατωνικότητα του ειρημένου αφορισμού χωράει, ωστόσο, πλήθος μέγα προσεγγίσεων,
ακόμα και των πλέον ετεροκλήτων, από την μαρξική ιστορικοϋλιστική κοινωνική
ουσίωση ενός κειμένου και σε άλλη γλώσσα, πλην αυτής του πρωτοτύπου του, έως
και την βιτγκενστάινεια γλωσσοπαιγνιώδη παγίωση ενός γλωσσικού αγώνα – αρκεί να
βρεθεί ο επί τούτω κατάλληλος μεταφραστής, επιστήμων και τεχνικός, αλλά και
μητιόεις χειριστής των ήδη υφισταμένων λεξικών εργαλείων, αλλά και επινοητής
νέων μέσων που θα (του) διευκολύνουν την επανάρθρωση του χρονικώς παλαιότερου
πρωτοτύπου κειμένου σε φρέσκο μετάφρασμα, προκειμένου να καταστήσει εφικτή την
επικοινωνία του κοινού αφίξεως με γλωσσογενή προϊόντα που έχει ήδη γνωρίσει το
κοινό αφετηρίας.
Ο
μεταφραστής γίνεται έτσι, λοιπόν, όχι μόνο ρέκτης και πλάστης γλωσσικών αγαθών
από γλώσσα σε γλώσσα, αλλά και καταλύτης της απαραίτητης «χημικής» αντίδρασης
που πρέπει να γίνεται όποτε έρχονται σε επαφή δύο γλώσσες. Το ότι κάποιος
γνωρίζει –όσο καλά και αν γνωρίζει– μία ξένη γλώσσα, αυτό δεν σημαίνει άνευ
ετέρου ότι ο συγκεκριμένος γνώστης είναι και καλός μεταφραστής. Το ότι
απαιτείται η καλή γνώση της «ξένης» γλώσσας δεν αμφισβητείται· παραλλήλως,
όμως, απαιτείται όπως συμπίπτουν στο πρόσωπο του μεταφραστή και αρκετές
ικανότητες που εξικνούνται πέραν της απλής καλής γνώσεως μιας ξένης γλώσσας. Ο
μεταφραστής πρέπει να ξέρει να βλέπει την ξένη γλώσσα μέσα στο σύστημα της
δικής του, της μητρικής του γλώσσας: να είναι σε θέση να προβαίνει σε
συντακτικές συστοιχήσεις, να αναγνωρίζει πραγματολογικά δεδομένα, να επινοεί
υφολογικές αποκρίσεις και, εν πάση περιπτώσει, να υπηρετεί με κατά περίπτωση επιστρατευόμενη
εφευρετικότητα, και όχι με πρεταπορτέ συνταγές, την ισοσθένεια των κειμένων του
πρωτοτύπου και του μεταφράσματος ενεργοποιώντας αποκωδικεύσεις του πρωτότυπου
κειμενικού υλικού και συντονίζοντας ανακωδικεύσεις του στο μετάφρασμα,
λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη του όλο το πλέγμα της κουλτούρας αφίξεως και των
ευρειών δυνατοτήτων που του παρέχει.
Τούτων ούτως εχόντων η μετάφραση, ως διαδικασία και αποτέλεσμα, δεν μπορεί παρά να είναι ένα πολιτιστικό συμβεβηκός, μια εμπέδωση του αλλότριου γλωσσικού κειμένου σε οικείο και ομιλούν γλωσσικό κείμενο, που μιλάει τη γλώσσα και επικοινωνεί με τη γλώσσα του ομιλούντος υποκειμένου που λέγεται «καθέκαστον μεταφραστής».
Τούτων ούτως εχόντων η μετάφραση, ως διαδικασία και αποτέλεσμα, δεν μπορεί παρά να είναι ένα πολιτιστικό συμβεβηκός, μια εμπέδωση του αλλότριου γλωσσικού κειμένου σε οικείο και ομιλούν γλωσσικό κείμενο, που μιλάει τη γλώσσα και επικοινωνεί με τη γλώσσα του ομιλούντος υποκειμένου που λέγεται «καθέκαστον μεταφραστής».
Ο
ιδεϊκός μεταφραστής δεν υπάρχει, ούτε τον έχει ανάγκη –αν μπορούμε να το
διατυπώσουμε έτσι– η μετάφραση. Όπως επίσης δεν υπάρχει ο παμμεταφραστής.
Υπάρχει απλώς ο καθέκαστον μεταφραστής, το ατομικώς ομιλούν και μεταφράζον
υποκείμενο, το οποίο κινεί ένα πολιτιστικό δρώμενο με πρώτιστο τελικό σκοπό
του, όπως εκφραστεί αυτό το ίδιο, και επιμέρους σκοπούς πάρα πολλούς, που όμως
δεν είναι σχεδόν ποτέ ορατοί. Εκφραζόμενος δια της μεταφράσεως ο μεταφραστής
εκφράζεται ως ομιλούν υποκείμενο, και δη επεμβαίνοντας (του παίζειν χάριν) με
το γλωσσικό του όργανο και τις όποιες δυνατότητές του στην ήδη διαμορφωμένη
πραγματικότητα, προκειμένου να την αλλάξει. Στο μεταφραστικό παιχνίδι του δεν
εμπλέκονται μόνο οι νεολογικές του συνεισφορές, όπως πολύ εύκολα θα μπορούσε
εδώ κάποιος να υποθέσει, αλλά και οποιαδήποτε λογική δράση του, επιτυχής ή
ατυχής, ορθή ή εσφαλμένη, κανονική ή κατ’ εξαίρεσιν, μέσα στο σωρό των
λεξικεύσεων ή άπαξ κ.ο.κ.
Η
κάθε μετάφραση, ως υλικό μετάφρασμα, προσφέρει στον γλωσσολόγο πλούτο γλωσσικών
επιτευγμάτων που παρήχθησαν όχι πρωτογενώς, αλλά από αφορμή ενός πρωτογενώς
παραχθέντος κειμένου. Ο γλωσσολόγος, πέρα από τις όποιας φύσεως αντιπαραβολικές
συγκρίσεις, στις οποίες μπορεί να επιδοθεί, έχει μπροστά του το αποτέλεσμα ενός
διαγλωσσικού διαλόγου και καλείται να το εκτιμήσει εν όλω ή εν μέρει, αναλόγως
του προς τα πού ο ίδιος κατευθύνει τα επιστημονικά ενδιαφέροντά του.
Οποιαδήποτε κατεύθυνση, όμως, και αν επιλέξει, δεν μπορεί παρά να έχει ως
σημείο εκκινήσεώς του την κάθε λέξη του μεταφράσματος, τόσο χωριστά όσο και στη
συνύφανσή της στο κειμενικό περιβάλλον όπου έχει ενταχθεί, αλλά και στην αναφορά
της στο εν γένει πολιτιστικό περιβάλλον που την έχει υποδεχθεί ως εν τοις
πράγμασι απόδοση μιας συγκεκριμένης ξένης λέξης ή φράσης ή πρότασης.
Η
μετάφραση αποτελεί παγκόσμια πρακτική – από αιώνων δε. Απλώς κατά τις
τελευταίες δεκαετίες έχει ξεφύγει σχεδόν τελείως από τις προδιαγραφές ενός
ειδικού ενδιαφέροντος ή μιας οσοδήποτε «επιστημονικής» ενασχόλησης και έχει
γίνει και επάγγελμα και παραγωγική διαδικασία. Και έτσι όμως παρουσιάζει
επιστημονικό ενδιαφέρον. Η πολυπλοκότητα του χαρακτήρα της τρομάζει μόνο τους
αφελείς και τους μη συνειδότες. Οι νηφάλιοι μελετητές του μεταφραστικού
φαινομένου γνωρίζουν ότι τα όποια μεταφραστικά «λάθη» επ’ ουδενί απειλούν την
γλώσσα αποδοχής, ιδίως επειδή αναλογίζονται πόσα και πόσα λάθη (και
μεταφραστικά) έχουν καταστεί χρήση και δεν ενοχλούν το γλωσσικό αίσθημα κανενός
χρήστη. Όπως επίσης γνωρίζουν ότι καμία γλώσσα δεν απειλείται από την δια της
μεταφράσεως εισαγωγή ξένων τρόπων συντάξεως – η δια της ξενιστική οικείωση και
η απόρριψη όσων από αυτούς δεν καταφέρουν να γίνουν χρήση απλουστεύει τα
πράγματα. Νόμος της ζωής, άρα και της γλώσσας είναι η αδιάλειπτη αλλαγή. Η
μετάφραση συντελεί στην αλλαγή αυτή δια της καταθέσεως λεκτικού (διάβαζε:
πολιτιστικού) πλούτου που είτε θα επενδυθεί και θα πιάσει τόπο είτε θα σπαταληθεί
χωρίς αποτέλεσμα. Σημασία έχει να υπάρχει γλωσσικό χρήμα προς χρήσιν και να
ρέει. Κανονικώς όλα τα άλλα είναι εκ περισσού και μπορούν να ληφθούν υπόψη ή να
απαλειφθούν αζημίως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου