Τρίτη 9 Ιουνίου 2020

Η ΝΕΑΡΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ


GEORG TRAKL


Η ΝΕΑΡΗ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ

      Αφιερώνεται στον Λούντβιχ φον Φίκερ

1
Πολλές φορές συμβαίνει εκεί που σκοτεινιάζει,
απ’ το πηγάδι να τη δεις σα μαγεμένη
νερό να βγάζει. Δες, εκεί που σκοτεινιάζει,
δες, ο κουβάς της πώς ανεβοκατεβαίνει.

Οι καλιακούδες στις οξιές πώς φτερουγίζουν –
κι εκείνη πώς με κάποιου ίσκιου μοιάζει χτύπο.
Χρυσά ανεμίζουν τα μαλλιά της, φτερουγίζουν,
κι οι αρουραίοι σκούζουν στην αυλή, στον κήπο.

Κανακεμένη από χαμούς και από ερειπώσεις
τα φλογισμένα τσίνορά της χαμηλώνει.
Ξερό χορτάρι μες στις τόσες ερειπώσεις
στα πόδια της σεβαστικά κλίνει το γόνυ.


2
Αθόρυβα δουλεύει στο δωμάτιό της·
ο κήπος χρόνια τώρα μένει ερημωμένος.
Και στην κουφοξυλιά, μπρος στο δωμάτιό της,
ο κότσυφας σφυρίζει παραπονεμένος.

Την ασημένια της ειδή μες στον καθρέφτη
τη βλέπει νά ’ναι αλλόκοτη στο ξένο ημίφως·
κι εκεί, όπως σκυθρωπιάζουν όλα στον καθρέφτη,
τρομάζει από της όψης της το πάναγνο ύφος.

Σαν όνειρο έναν υπηρέτη στο σκοτάδι
να τραγουδάει ακούει – κοκαλώνει. Κρόκος,
χρώμα άλικο, σταλάζει μέσα στο σκοτάδι.
Την πόρτα της χτυπάει με μανία ο σιρόκος.


3
Και σαν νυχτώνει, πάντα στο άδεντρο λιβάδι,
θε νά ’ρθει ονείρων πυρετός για να την πάρει.
Αγέλαστοι άνεμοι χτυπιούνται στο λιβάδι,
παραμονεύει από τα δέντρα το φεγγάρι.

Και τ’ άστρα ξεθωριάζουν γύρω της, χλομιάζουν,
και με βασανισμένα της καρδιάς τα φύλλα
πονεί, τα μάγουλά της σαν κερί χλομιάζουν,
και από το χώμα αιωρείται στον αέρα η σαπίλα.

Θλιβό θροΐζει το καλάμι μες στον βάλτο,
κι εκείνη τώρα μες στο κρύο τρεμουλιάζει.
Ο κόκορας λαλεί μακριά. Έπάνω απ’ τον βάλτο
το χάραμα, τραχύ και γκρίζο, ανατριχιάζει.


4
Στο σιδεράδικο βροντάει το σφυρί, και
εκείνη βιαστικά απ’ την εμπασιά περνάει.
Βαρά πυρακτωμένο ο εργάτης το σφυρί, και
εκείνη σαν την πεθαμένη τον κοιτάει.

Σαν σε όνειρο απαντάει κάποιο χαμογέλιο
στο σιδεράδικο – ταράζεται, διστάζει·
συνεσταλμένη μπρος σ’ αυτό το χαμογέλιο
ναν την χτυπάν σφυριές αισθάνεται, τρομάζει.

Λαμπρές τινάζονται στον χώρο γύρω οι σπίθες·
με αδέξϊες κινήσεις, άτσαλες, ακόμα
τις άγριες κυνηγάει ν’ αδράξει τότε σπίθες
και ζαλισμένη πέφτει μπρούμυτα στο χώμα.


5
Ισχνή, καχεκτική πλαγιάζει στο κρεβάτι,
και σαν ξυπνά, από φόβους πράους τυραννιέται·
το βρόμικό της έπειτα κοιτάει κρεβάτι,
μες στα χρυσάφια του φωτός καθώς κρεμιέται.

Τα ρεζεντά κοιτούν εκεί το παραθύρι
και τ’ ουρανού τον αίθριο και γαλάζιο τοίχο.
Καμιά φορά ο άνεμος θα ρθεί στο παραθύρι
ν’ αφήσει της καμπάνας τον δειλό, αβέβαιο ήχο.

Σκϊές γλιστρούν και πέφτουν απ’ το μαξιλάρι,
αργοχτυπάει μεσημέρι δώδεκα η ώρα·
βαριανασαίνει εκείνη εκεί, στο μαξιλάρι·
το στόμα της πληγή ανοιγμένη μοιάζει τώρα.


6
Τα βράδια πλέουν στα αίματα λινά σεντόνια·
περνάνε σύννεφα από τ’ άλαλα δάση, άδεια
και τυλιγμένα σε κατάμαυρα σεντόνια·
σπουργίτια κλαψοτιτιβίζουν στα λιβάδια.

Εκείνη πάλλευκη ξαπλώνει στο σκοτάδι –
ακούς γουργουρητό που μες στο σπίτι σβήνει:
σάμπως ψοφίμι πλάι σε θάμνο στο σκοτάδι,
και οι μύγες τού χιμούν στο στόμα κατά σμήνη.

Ονειρικοί ήχοι σε φαιόχρωμη πολίχνη –
γεμίζουνε χορούς απ’ τα βιολιά όλοι οι δρόμοι.
Αιωρείται η όψη της επάνω απ’ την πολίχνη
και στα γυμνά κλαριά ανεμίζει της η κόμη.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου