Σάββατο 27 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΑΓΡΟΤΕΣ



GEORG TRAKL


ΟΙ ΑΓΡΟΤΕΣ

Το πράσινο, το κόκκινο στο παραθύρι εμπρός φωνάζουν.
Στην κάτω σάλα, μαύρη απ’ τους καπνούς, το μεσημεριανό τους
οι σέμπροι και οι υπηρέτριες κάθονται και τρων, κι απ’ το δικό τους
κρασί σερβίρουν γύρω· κόβουνε ψωμί και το μοιράζουν.

Και τη βαθιά σιωπή –έχοντας απ’ ώρα μπει στη μέση η μέρα–
καμιά φορά τη σπάει κάποια εκεί κουβέντα, κάποια λέξη.
Οι αγροί να λάμπουν και να σπινθηρίζουν έχουνε διαλέξει
και ο ουρανός βαρύς, σαν το μολύβι, απλώνεται ίσα πέρα.

Στο τζάκι η φλόγα κάνει απαίσιες μούτες και λαμποκοπάει·
βομβίζουν μύγες, μύγες, μύγες: ένα σμάρι μαζεμένες.
Ενώ αφτί οι υπηρέτριες έχουν στήσει, ηλίθιες και βουβαμένες,
μες στους κροτάφους τους μαζεύεται αίμα, τους σφυροκοπάει.

Και πότε-πότε διασταυρώνονται ματιές γεμάτες άψη,
την αίθουσα όταν μια ζωώδης μυρουδιά καταλαμβάνει.
Μονότονα ένας μπιστικός εκεί την προσευχή θα κάνει,
και πίσω από την πόρτα ο πετεινός λαλεί σαν νά ’χει αστράψει.

Μετά και πάλι στα χωράφια πάνε. Τρόμου τότε καύτρα
μεμιάς τους καίει· των σταχυών το μουγκρητό τους τσαλακώνει,
και κροταλίζουν αιωρούμενα, όταν χέρι τα σηκώνει,
τα δρέπανα με παλμικό ρυθμό και μοιάζουνε με σκιάχτρα.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου