FEDERICO GARCÍA LORCA
Ο
ΠΟΙΗΤΗΣ ΡΩΤΑΕΙ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΤΟΥ
ΓΙΑ
ΤΗ ΜΑΓΕΜΕΝΗ ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΚΟΥΕΝΚΑΣ
Η
πόλη σ’ άρεσε, για πες, που με σταλαγματιές
τη
σμίλεψαν νερά στη μέση εκείνου του πευκώνα;
Μην
είδες όνειρα και πρόσωπα και οδούς από ’να
οδύνης
τείχος που ο αέρας δέρνει με καμουτσικιές;
Του
ερειπωμένου φεγγαριού τις γαλανές ρωγμές
τις
είδες να τις βρέχει ο Χούκαρ σαν λαλούσα αηδόνα;
Την
πέτρα την αλλούτερη ως ερωτική κορώνα
τη
φίλησαν τα δάχτυλά σου εκεί στις μουσμουλιές;
Εμένα
με θυμήθηκες, σαν βγήκες στα σκοτάδια
εκείνης
της σιωπής που τυραννάει τα ερπετά μου,
και
τά ’χουν σκιές και γρύλλοι μπαγλαρώσει σε κελιά άδεια;
Στον
διάφανο αέρα, πες, δεν είδες, άραγε, ερωτά μου,
τη
ντάλια που όλο ανθίζει στους νταλκάδες και στα χάδια
και
που την έστειλε σ’ εσένα μοναχά η καρδιά μου;
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου