JORGE LUIS BORGES
ΜΟΝΟΗΜΕΡΗ
ΕΚΔΡΟΜΗ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Η
θάλασσα είναι σπαθί αναρίθμητο και αφθονία φτώχειας.
Η
έξαψη μεταφράζεται σε οργή, η πηγή σε χρόνο, η δε
στέρνα
σε καθαρή αποδοχή.
Η
θάλασσα είναι μόνη της σαν άνθρωπος τυφλός.
Η
θάλασσα είναι γλώσσα αρχαία , να την ξεδιαλύνω εγώ
δεν
ξέρω, αδυνατώ.
Η
αυγή στο βάθος-βάθος της είναι απλώς μια ταπεινή
πλινθόμαντρα
ασβεστωμένη.
Από
την ούγια της αναβλύζει η φωτεινάδα που ’ναι σαν
σύννεφο
καπνού.
Αδιαπέραστη
σαν τη δουλεμένη πέτρα
η
θάλασσα επιμένει να βγαίνει μπρος στων ημερών το
πλήθος.
Κάθε
βράδυ είναι και λιμάνι.
Το
βλέμμα μας με την καμουτσικιά της θάλασσας παίρνει
το
δρόμο τ’ ουρανού:
πάει
στον τελευταίο μαλακό γιαλό, στων εσπερών τον πηλό
τον
ουράνιο.
Τί
γλυκιά οικειότητα αυτή του δειλινού μες στην αλλόκοτη
θάλασσα!
Φωτεινά
σα γιορτή λάμπουν τα σύννεφα.
Το
νέο φεγγάρι πήγε και τυλίχτηκε σ’ ένα κατάρτι.
Το
ίδιο φεγγάρι που αφήσαμε κάτω από κάποιο πέτρινο τόξο
και
με το φως του στολίζει τις κλαίουσες.
Στη
γέφυρα, ήσυχα-ήσυχα, μοιράζομαι με την αδελφή μου
το δείλι, όπως μοιράζουμε ένα κομμάτι ψωμί.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου