ALÍ CHUMACERO
ΤΕΦΡΟΚΗΠΟΣ
Το
είχαμε κάποτε πιστέψει
πως
θά ’ρθει η νύχτα και μεμιάς θα καταρρεύσει ο κόσμος
και
θλίψη θα γυρίσει στην καρδιά ανάποδα,
κι
έπειτα και τούτο εδώ το σώμα
που
το καταδυναστεύουν τα χέρια μας:
η
γυναίκα που χαμογελάει
και
πάνω στο κρεβάτι μάς γυρίζει
πτώμα
ανάπηρο στη μνήμη μέσα,
σαν
άθλιο ψέμα
ή
σαν ρόδο που αιώνες κι αιώνες ζει μες στη σιωπή.
Το
δίχως άλλο μες στη νύχτα χανόμαστε,
νεκροί
στην αγκαλιά της, στο μυστήριό της άλαλοι
και
με φωνή που δεν ακούει κανένας,
καρποί
πια όντας του λειψάνου των ερώτων, απολιθωμένοι·
σ’
ένα ψεύτικο η απόλαυσή της μας κρατάει κόσμο:
εδώ
εξαντλούμαστε συνέχεια και συνέχεια
στη
μάταιη και ατελεύτητη αγγαρεία,
και
ύστερα δεν πιστεύουμε τίποτα,
είμαστε
ερημιά ή απαίσια μνήμη,
κενό
που ούτε θάλασσα βρίσκει ούτε σχήμα,
ψίθυρος
που σβήνει μέσα σε θρήνους φερέτρων σκληρότατους.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου