Κυριακή 30 Ιουνίου 2019

ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟ



ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ

ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟ

Από πού να αρχίσεις και πού να τελειώσεις;! Γιατί, και αν έχει αρχή, δεν έχει τέλος το έργο του Γιάννη Ρίτσου, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, καθώς πέραν του γιγαντιαίου μεγέθους του, μένουν στο αρχείο του ποιητή –όπως πληροφορούμεθα από έγκυρους βιβλιογράφους– ανέκδοτες πολλές εκτενείς συλλογές ποιημάτων, τις οποίες επ’ ουδενί μπορείς να αγνοήσεις. Και αν τα μείζονα θεωρούμενα έργα του είναι πλέον ευρύτατα –πανελληνίως δε και παγκοσμίως– γνωστά (και όχι μόνο μέσω της ανάγνωσής τους), απομένει ως απαράβατο καθήκον των ασχολουμένων με την ποίηση όχι μόνο η γνωριμία και η οικείωση των ήδη εκδοθέντων και συνελόντι ειπείν «αγνώστων», αλλά και η μελέτη των οποτεδήποτε εκδοθησομένων, προκειμένου να σχηματισθεί, έστω και αδρομερώς, η εικόνα εκείνη που θα τους επιτρέψει να εμβαθύνουν και να καταρτίσουν συνολικές εκτιμήσεις. Γιατί για τον Ρίτσο ισχύει αυτό που φιλοπαιγμόνως είχε πει ο Μπετόβεν για τον Μπαχ, έχοντας κατά νουν τη σημασία του επωνύμου του τελευταίου: «Ο Μπαχ δεν είναι ρυάκι, ο Μπαχ είναι θάλασσα». Έτσι και του Ρίτσου το έργο έχει αναφανδόν μπαχιανό χαρακτήρα: είναι θάλασσα… είναι μια απέραντη θάλασσα, όπου και κολυμπάς και πνίγεσαι.
  Είναι ευχάριστο και παρηγορητικό ότι πλέον ο Ρίτσος δεν «φοβίζει» και δεν «απωθεί» παρά μόνον ελάχιστους, για να μην πω κανέναν… ότι είναι εκτός αυτής της μόδας. Και ευτυχώς δεν έχουν πέραση πια στις μέρες μας ούτε οι άσχετοι και άλογοι έπαινοι των κατ’ επάγγελμα και από υποχρέωση υμνητών του, ούτε οι βλακώδεις και ανερμάτιστοι ψόγοι των συστηματικών και απαίδευτων υβριστών του – και εν πάση περιπτώσει, και των μεν και των δε οι αινετικοί και επίμομφοι αντιστοίχως λόγοι ουδέποτε είχαν να κάνουν (και στο παραμικρό ακόμα) με το πώς και με το τι της ποίησής του. Φαινομενικώς μεν μισούμενοι, αλλά κατ’ ουσίαν συνεργαζόμενοι οι αυτόκλητοι κλακαδόροι και οι τυχάρπαστοι τιμητές του Ρίτσου –ένα (κυριολεκτικώς) αστείο μπουλούκι– κατάφερναν επί έτη πολλά τούτο το απίθανο: να συντελούν στη γενική απαξίωση ενός έργου ποιητικού που είναι αμιγώς ιδιογενές και λάμπει σαν φως ανέσπερο.
  Αλλά και στις μέρες μας, οπού είναι ημέρες «δόξας» για τον ποιητή και το έργο του, παρατηρείται κάτι τόσο τρελό και αλλοπρόσαλλο, που θα έλεγες ότι ως φαινόμενο είναι απολύτως εξωπραγματικό, αν δεν ήξερες ότι κατ’ επανάληψη και με την επιμονή των ρεκτών του έχει αποδειχθεί απτή πραγματικότητα· εννοώ τον βίαιο τεμαχισμό του έργου του ποιητή σε «πολιτικό» και σε «υπαρξιακό/μεταφυσικό», έναν τεμαχισμό που συνοδεύεται μόνο από επαίνους, πλην όμως από επαίνους μονομερείς και το παράπαν μονόπαντους, απολύτως δε προκρούστειας λογικής. Οι μεν «πολιτικοί» αρνούνται να δουν ότι υφίσταται Ρίτσος έξω από τις συγκεκριμένες πολιτικές και κομματικές του επιλογές, οι δε «υπαρξιακοί/μεταφυσικοί» θεωρούν τον «πολιτικό» Ρίτσο αν όχι ανύπαρκτο, οπωσδήποτε όμως αμελητέο, όταν δεν εννοούν υπορρήτως ότι πρόκειται για «κακό ποιητή». Επίτηδες δεν αναφέρομαι σε ονόματα, διότι κρίνω ότι δεν έχει ιδιαίτερη σημασία ποιος εκάστοτε σκαρφίζεται τα άκυρα και αμετροεπή που εκφωνεί ή εντύπως καταθέτει. Εντοπίζω, όμως, το φαινόμενο και λέω τούτο: αν ξεγελαστεί κανείς και αφεθεί στα άκαιρα λόγια και στα αυτοσχέδια επιχειρήματα, που εκτοξεύονται και προσάγονται αμφοτέρωθεν, θα έλεγε ότι όλοι ετούτοι μπορεί και να έχουν δίκιο· δεν μπορεί, όμως, να το πει, και για την ακρίβεια απαγορεύεται, ναι!, απαγορεύεται να το πει, διότι έχουμε την περί του αντιθέτου επανειλημμένως κατατεθειμένη μαρτυρία του ίδιου του ποιητή, ο οποίος, αφ’ ότου στρατεύθηκε στην κομμουνιστική ιδεολογία, παρέμεινε έως το τέλος του βίου του διακηρυγμένος κομμουνιστής και τακτικό μέλος του ΚΚΕ, και ο οποίος έγραψε και ποιήματα (και μάλιστα όχι και λίγα!) που δεν έχουν άμεση και εμφανή σχέση με την πολιτική του επιλογή και την κομματική του στράτευση. Με μια κουβέντα, γιατί τα πολλά λόγια είναι φτώχεια: ο Ρίτσος είναι ένας, και το έργο του, «ως έργο του Ρίτσου, είναι ενιαίο και ακερμάτιστο. Όταν έχεις μπροστά σου μιαν απέραντη θάλασσα, δεν επιτρέπεται –για να το εκφράσω, όσο γίνεται, κομψά– να εστιάζεις το βλέμμα σου σε κάποιο μικρό γιαλό ή σε κάτι βραχάκια και να τελείς εν πεποιθήσει (και να θέλεις, μάλιστα, να πείσεις και όλους τους άλλους) ότι εσύ εδώ μιλάς για τη θάλασσα. Επειδή δε το πιθανότερο είναι να μη μιλάς ούτε καν για κείνον το γιαλό ή για τα ειρημένα βραχάκια, γι’ αυτό κι εγώ, ο εκ των μετρίων μετριότατος, θα σου δώσω μια πρακτική συμβουλή, κι αν θέλεις ακολούθησέ την: αν δεν γνωρίζεις να κολυμπάς, τότε το σοφότερο είναι να μη βάζεις ούτε καν το πόδι σου στο νερό, ιδίως δε να μην μπαίνεις στα νερά της θάλασσας αυτής, που λέγεται Ρίτσος, για’ θα πνιγείς…
  Ο Ρίτσος δεν υπήρξε μόνο ποιητής – ήταν και χορευτής, και ηθοποιός, και πιανίστας, και καλλιγράφος, και εικαστικός καλλιτέχνης. Γνώριζε, επίσης, ξένες γλώσσες και διετέλεσε μεταφραστής και διορθωτής κειμένων σε εκδοτικούς οίκους. Άφοβα το λέμε και το εννοούμε στον απολύτως υψηλό βαθμό του: ο Ρίτσος είναι γενικός καλλιτέχνης, η δεν ποίησή του είναι μοναδική και τόσο υψιπετής, ποίηση σχεδόν ομηρικής κοπής, ακριβώς επειδή, εκτός από ποιητής, ήταν και όλα τα άλλα, που αναφέραμε, αλλά και, βεβαίως, ακριβώς επειδή ο Ρίτσος υπήρξε πρώτα και πάνω από όλα άνθρωπος: ένας άνθρωπος φιλάνθρωπος, με την αυθεντική και όχι με την παραλλοιωμένη σημασία του όρου· ένας άνθρωπος που έζησε μέσα στην κοινωνία και πλάστηκε από την τριβή και τη συναναστροφή του με τους ανθρώπους· ένας άνθρωπος που ενσυνειδήτως επέλεξε να ακολουθήσει τη δύσβατη ατραπό της δακτυλοδεικτούμενης εξαίρεσης, και όχι να συμβιβαστεί με την πουπουλένια αμεριμνησία του βολικού κανόνα· και, τέλος, ένας άνθρωπος που ούτε τον καιρό των απηνών διωγμών του ούτε τον καιρό της πάμφημης δόξας του απώλεσε έστω και κατ’ ελάχιστον αυτό που πάντα τον διέκρινε και τον ξεχώριζε από πλήθος άλλους ομοτέχνους του, οσοδήποτε διασήμους: εννοώ την ευγένεια του χαρακτήρα και τη φυσική του, τη σχεδόν στοιχειακή του σεμνότητα.
  Ο καλλιτέχνης Ρίτσος είναι, όπως ήδη είπαμε, γενικός καλλιτέχνης. Έτσι και ο συγγραφέας Ρίτσος είναι γενικός συγγραφέας. Είναι μεν προ πάντων ποιητής, και η ποίηση ήταν σε όλον του τον δημιουργικό βίο η πρώτιστη μέριμνά του, αλλά τον ποιητή Ρίτσο, τον στηρίζουν και ο πεζογράφος Ρίτσος, και ο θεατρικός συγγραφέας Ρίτσος, και ο δοκιμιογράφος Ρίτσος, και ο μεταφραστής Ρίτσος· τον στηρίζουν δε τόσο πολύ, ώστε μπορούμε να πούμε ότι η ποίηση του Ρίτσου δεν είναι μόνο τα ποιήματά του, αλλά το σύνολο του έργου του, πρωτότυπο και μεταφραστικό, πρωτοταγές και δευτεροταγές. Έργο πλατύ, έργο βαθύ, έργο πρωτοποριακό, έργο πλανητικής εμβέλειας, έργο λαμπρό και πάνστιλπνο. Με πάσα δυνατή βραχύτητα λέμε τούτο: ο Ρίτσος είναι το έργο του.
  Διότι ναι μεν ο Ρίτσος έφτιαξε το έργο του, αλλά και η πρόοδος του έργου του έφτιαχνε κάθε μέρα, μα κάθε μέρα που περνούσε, τον Ρίτσο. Δεν πρέπει να υπάρχουν πολλά παραδείγματα παγκοσμίως που να μπορούμε να τα επικαλεσθούμε, επειδή έχουν καταφέρει κάτι τέτοιο. Αν η λέξη επαγγελματίας δεν είχε στις μέρες μας κακοποιηθεί και αν δεν κουβάλαγε μαζί της πλείστες όσες αρνητικές συνδηλώσεις, θα τολμούσα να πω ότι ο Ρίτσος είναι ως προς το έργο του κατ’ εξοχήν επαγγελματικός, σπεύδοντας όμως να διευκρινίσω (προς άρσιν πιθανών παρεξηγήσεων) ότι το επίθετο αυτό παράγεται από το ουσιαστικό επαγγελία, που καταρκτικώς σημαίνει την υπόσχεση. Από την πρώτη αράδα που έσυρε στο λευκό χαρτί του, όταν υπόγραφε στην Διάπλασιν των Παίδων με το ψευδώνυμο Ιδανικό Όραμα, ίσαμε τον τελευταίο στίχο που μας άφησε, ο Ρίτσος υποσχέθηκε ότι σε όλες τις στιγμές του βίου του θα ποιεί, θα είναι ποιητής, παναπεί θα είναι δημιουργός και πλάστης. Κι έτσι, λέξη-λέξη και στίχο-στίχο, έπλασε αυτό το γιγαντιαίο επίτευγμα του ανθρώπινου λόγου, που μας άφησε δώρημα ες αεί. Έτσι, δηλαδή, έγινε η έρημος η αχανής αυτό που ήδη είπαμε: μια απέραντη θάλασσα.
  Και όσο μαζί με τα καλά λόγια, που πάντοτε του έγραφαν, του προσήπταν –από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση– τον ψόγο του «πολυγράφου» (υπονοώντας «προχειρογράφου»), τόσο πιο πολλά έγραφε εκείνος, και μάλιστα με ολονέν αυξανόμενο πείσμα, ακριβώς δε διότι εγνώριζε οίκοθεν πώς κατακτάται η χώρα που λέγεται ποιητική γραφή: με επιμονή και με αφοσίωση στον ορώμενο σκοπό. Άλλοι, με το δικό του πηγαίο ταλέντο, το πιθανότερο είναι ότι θα στρογγυλοκάθονταν αναπαυτικά και εφ’ όρου ζωής πάνω στις δάφνες, που του έστρωσε ο Παλαμάς με το πασίγνωστο εκείνο τετράστιχο, όπου και αρθρώνονταν στον τελευταίο του στίχο οι σημαδιακές εκείνες λέξεις «Παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσεις», όταν υποδεχόταν το μόλις τέταρτό του βιβλίο: Το τραγούδι της αδελφής μου. Ο Ρίτσος, όμως, στα 28 του χρόνια όχι μόνο δεν παρασύρθηκε από την τιμή που του γινόταν (και μάλιστα από ποιόν; από τον γίγαντα Παλαμά!), αλλά θεώρησε ότι σε κάθε στίχο, που θα γράφει του λοιπού, θα πρέπει να δικαιολογεί στο έπακρο τα υμνητικά λόγια που του είχαν απευθυνθεί (και δη από έναν πεφιλημένο των Μουσών εν Ελλάδι τα χρόνια εκείνα) και ότι ο κάθε νέος στίχος του θα πρέπει ήδη να περιέχει τους σπόρους των μελλούμενων δημιουργημάτων του.
  Και κατάφερε ό,τι κατάφερε ο Ρίτσος –επιτρέψτε μου τη χρήση του πολύσημου επιρρήματος– πολυτρόπως. Αίφνης από αυτό που θα λέγαμε καλύτερος μαθητής του Παλαμά προέκυψε απαστράπτων και ρωμαλέος και ενθαρρυντικός και ονειροπόλος και μελαγχολικός και πρώτ’ απ’ όλα συντροφικός ένας βαθύς γνώστης του δημοτικού τραγουδιού, ένας ύστερος σολωμικός, ένας έγκυρος λυρικός σχολιαστής του Καβάφη, ένας μαγιακοφσκιανός φουτουριστής που δοκιμάστηκε και σφυρηλατήθηκε μέσα στο καμίνι του ώριμου ελυαρδικού υπερρεαλισμού, και ένας –αν όχι ο έσχατος έλληνας– τραγικός που μίλησε με τον σεβασμό του νεωτέρου, αλλά και ως ίσος προς ίσους με τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή και τον Ευριπίδη, όσο και με τον πατέρα όλων των ποιητών: με τον ίδιο τον Όμηρο. Και είναι ασφαλώς εκείνος που –μπορούμε να πούμε ότι– εκλαΐκευσε τα ύψιστα ελληνικά ποιητικά επιτεύγματα, όχι εκχυδαΐζοντάς τα, αλλά, τουναντίον, ντύνοντάς τα με το λαμπρό ένδυμα του Erhaben, με το άκρον άωτον του Υψηλού δηλονότι, και κάνοντάς τα χρήσιμα εργαλεία στα χέρια του ελληνικού λαού. Επίτηδες δεν αναφέρομαι εν προκειμένω σε τίτλους έργων – είναι, άλλωστε, τόσο γνωστά τα ποιήματα που υπαινίσσομαι, που περιττεύει η παραμικρή ιδιαίτερη μνεία τους. Έστω και εκ περισσού, εν τούτοις, ας αιτιολογήσω τη συγκεκριμένη επιλογή μου: ιθύνουσα ιδέα αυτής της σύντομης πανηγυρικής παρουσίασης είναι η γενική ανάδειξη του ποιητή, όχι η εντριβή στα επί μέρους. Και αν στην πορεία χρειαστεί να αναφερθώ σε κάτι εκ των μορίων, θα γίνει με αποκλειστικό γνώμονα την ένταξή του εις το γένος.
  Αναρωτιέται, πάντως, κανείς: θα έγραφε, άραγε, ο Ρίτσος τα ποιήματα που έγραψε, αν δεν είχε ζήσει αυτά που έζησε και όπως τα έζησε; Ενδεχομένως πρόκειται περί αμήχανης ρητορικής ερωτήσεως που μπορεί να απαντηθεί και με «ναι» και με «όχι». Τότε, γιατί τίθεται, έστω και ρητορικώς το ερώτημα; Τίθεται –απαντώ–, διότι ο Ρίτσος έζησε βίο πλήρη, έναν βίο γεμάτον ώς επάνω-επάνω. Στη δική του ζωή περιέχονται χιλιάδες ψηφίδες από τη ζωή των άλλων· στη δική του ζωή συνοψίζονται χιλιάδες άλλες ζωές· στη δική του ζωή αιτιολογείται και ουσιώνεται η ζωή του ανθρώπου ως εμβίου και κοινωνικού όντος, μια ζωή όχι απλώς με τα συνήθη πάνω και κάτω της, αλλά με τόσο συνταρακτικές εναλλαγές, που θα έλεγες ότι είναι έξω και πέρα από τα όρια του ανθρώπου. Το αρχοντόπαιδο, που είχε μάθει στα πλούτη, γνώρισε ξαφνικά και εντελώς ανέτοιμο την ανέχεια, και την έμαθε καλά· ο χτυπημένος από τη φυματίωση βίωσε σκληρά και κατ’ επανάληψη τον τραγικό θάνατο και την παραφροσύνη των οικείων του· ο εξόριστος αγωνιστής, άμαθος στις κακουχίες του σώματος, κουβάλησε αγόγγυστα τον σταυρό του μαρτυρίου του ώς την κορυφή του Γολγοθά· ο κυνηγημένος για τα πολιτικά πιστεύω του πιέστηκε παντοιοτρόπως, και με το καλό και με το άγριο, να «υπογράψει», αλλά αυτός έμεινε αμετακίνητος στη θέση των επιλογών του και δεν έγινε «δηλωσίας» (όχι, δηλαδή, ότι θα σήμαινε κάτι κακό αυτό, αλλά ο Ρίτσος, όχι, «δηλωσίας» δεν έγινε, και ας μην το λησμονούμε ποτέ αυτό)· ο συνειδητοποιημένος κομμουνιστής δεν ξεχώρισε ούτε για μια στιγμή τη μοίρα του από τη μοίρα των ομοϊδεατών του και δεν εγκατέλειψε ποτέ το πλοίο, ούτε στον καιρό του πολέμου, ούτε στον καιρό της ειρήνης, αλλά ούτε και στα χρόνια της διαφαινόμενης κατάρρευσης εκείνου του καθεστώτος, στο οποίο είχε ο ίδιος αποθέσει με τρόπο σχεδόν μυθικό τα αγνά οράματά του, της ψυχής του τα κινήματα. Και όλη αυτή η ζωή έγινε έργο: το μεγαλειώδες έργο της ζωής του Γιάννη Ρίτσου.
  Τις –ας τις πούμε έτσι– δυσκολίες της ζωής τις αντιμετώπισε με καρτερία μεγαλύτερη από όση γενικώς αναμένεται· αλλά και με υπερηφάνεια· και με καλοσύνη· και με μεγαλοκαρδία. Ανέκαθεν ο Ρίτσος υπήρξε –για να θυμηθούμε τον Όμηρο– μεγαλήτωρ· και υπήρξε μεγαλήτωρ απέναντι σε όλους, απέναντι στους πάντες ανεξαιρέτως: φίλους και αντίπαλους, δικούς και απέναντι. Η ευγένειά του δεν ήταν ποτέ προσποιητή· η ευμένειά του δεν ήταν ποτέ υπολογιστική· η ανθρωπιά του ήταν πάντοτε συνειδητή. Όλες οι επιλογές του είχαν αρχή και τέλος τους τον άνθρωπο. Το είπαμε και παραπάνω: ο Ρίτσος υπήρξε φιλάνθρωπος, τουτέστιν φίλος των ανθρώπων. Βρίθει το έργο του καταδηλώσεων και παραδηλώσεων της φιλανθρωπίας του σημαντικών. Και πάντα, ακόμα και μέσα στον πόνο του βαθύτατου θρήνου, υπάρχει και φέγγει το χαμόγελο της ανθρωπιάς και της ελπίδας, που είναι ο ήλιος της συντροφικότητας, ο λόγος για τον οποίο αξίζει κανείς να ζει έστω και αυτή τη δύσκολη ζωή που ζει με όλες τις αναποδιές της, με το σύνολο των αντιξοοτήτων της, με την πάσα τραγικότητά της. Στη διαλεκτική ενότητα, που συνθέτουν οι χριστιανικές καταβολές και οι κομμουνιστικές προσηλώσεις του, οφείλεται το απτό μεγαλείο της ψυχής του Ρίτσου. Ο ποιητής παίρνει από τον χριστιανισμό και από τον κομμουνισμό την καθαρώς ανθρώπινη ουσία του περιεχομένου τους, τις συνενώνει και τις ανεβάζει σε υπέρτατο επίπεδο, κάνει τη βάση τους εποικοδόμημα της τέχνης του και της ζωής του. Γι’ αυτό και παρατηρούμε, αίφνης, ότι δίπλα στην αταλάντευτη αποφασιστικότητα των στίχων του, που έχουν τη δύναμη να εμπνέουν σε αγώνες, με ισοτιμία ρόλου και δικαιωμάτων αναπνέει η μειλιχιότητα απέναντι σε όλα τα ανθρώπινα, μια μειλιχιότητα που του δίδαξε παιδιόθεν η εικόνα του Ελκομένου Χριστού μέσα στον ομώνυμο ιερό ναό που βρίσκεται στον Γουλά, στο κάστρο της Μονεμβασιάς, της γενέτειράς του.
  Τα δε ανθρώπινα αυτά είναι και δημόσια και ιδιωτικά. Ο Ρίτσος έγραψε για τον άνθρωπο ως λαό και για τον άνθρωπο ως άτομο, αλλά και (με ιδιοφυέστατο τρόπο χιαστό) έφερε και ανέδειξε και, εν τέλει, αποκάλυψε και φανέρωσε τον λαό στην ιδιωτική σφαίρα του ατόμου και το άτομο στον δημόσιο βίο του λαού. Τον θεμέλιο φθόγγο στα έργα του, όμως, τον έδινε πάντα η ανθρωπιά. Κι έτσι προέκυψε η μεγάλη Ανθρώπινη Συμφωνία, που μπορώ να πω ότι θα μπορούσε ως υπέρτιτλος να περιγράψει το έργο του… όλο το έργο του. Η οδυρόμενη για τον χαμό του γιού της μάνα δεν είναι απλώς ένα άτομο, που χτυπημένο από τη μοίρα υποφέρει, αλλά όλος ο λαός· και ο αγωνιζόμενος λαός, που αντιστέκεται σε εξωτερικές και εσωτερικές επιβουλές, εμπνέει βαθιά το φρόνημα τής κάθε ανθρώπινης μονάδας που τον συστήνει. Ο Ρίτσος, μάλιστα, δεν βλέπει μόνο τον συμπατριώτη του και μόνο τον λαό του, αλλά στρέφει το βλέμμα του σε όλους τους ανθρώπους και σε όλους τους λαούς του κόσμου ανεξαιρέτως, διότι το ανθρώπινο μεγαλείο και τα ανθρώπινα πάθη δεν έχουν συγκεκριμένη πατρίδα, αλλά αφορούν το σύνολο των ενοικούντων επί της γης. Η λέξη «διεθνιστής» είναι απολύτως σωστή, όταν τον συνοδεύει, διότι αυτό ακριβώς υπήρξε ο Ρίτσος: διεθνιστής. Όχι, όμως, μόνο με την αυστηρά πολιτική σημασία του όρου, αλλά πρωτίστως με την ανθρώπινη. Έγραψε πλήθος ποιημάτων για μη έλληνες αγωνιστές και ποιητές και εν γένει καλλιτέχνες, για ξένες πατρίδες και για ξένους λαούς, αλλά ουδόλως αμέλησε να μεταφράσει και να δώσει σε υψηλής κλάσεως κατορθώματα του ξένου λόγου μορφή ελληνική μοναδική και αξιοζήλευτη… σχεδόν μορφή πρωτοτύπου. Για μένα δεν χωράει αμφιβολία ως προς το ότι εδώ έγκειται ο αληθινός διεθνισμός του Ρίτσου: «δίνω εκ περιουσίας σε άλλα έθνη πράγματα δικά μου, χαρίζοντάς τους τα, επειδή νιώθω δικός τους και δίπλα τους, και παίρνω από άλλα έθνη πράγματα δικά τους, προκειμένου να μεσολαβήσω έτσι, ώστε να πλουτιστούν από τη σοφία και την αλήθεια τους οι άνθρωποι του λαού μου, και μαζί τους κι εγώ» – έτσι και μόνον έτσι σκεφτόταν ο Ρίτσος.
  Κατηγορήθηκε κατ’ επανάληψιν ότι «αναλώθηκε» στη λεγόμενη επικαιρική ποίηση, ζημιώνοντας έτσι την «(όποια) καλή πλευρά» της ποίησής του. Ομολογώ ότι επί του θέματος μεγαλύτερη ανοησία δεν έχω ακούσει. Και καλά να εκστομίζεται από ασχέτους – εκ στόματος κοράκων κρα! Όταν όμως αναμασιέται από ανθρώπους που έχουν την έξωθεν καλή μαρτυρία ότι όχι μόνο δεν είναι άγευστοι παιδείας, αλλά και ότι διαθέτουν κριτική διάνοια, τότε πρόκειται –δυοίν θάτερον– ή για καθαρή κακία ή, εν πάση περιπτώσει, για αυτοπροαίρετο βλακισμό. Μα η ποίηση του Ρίτσου είναι όλη επικαιρική! Δηλαδή του Ομήρου τι ήταν; Αμ του Διονυσίου Σολωμού; Και δεν παίρνω τυχαία αυτά τα δύο παραδείγματα, αλλά τα επιλέγω ενσυνειδήτως λόγω του ότι συνιστούν υψηλές και ακραίες περιπτώσεις, όπου δεν αμφισβητείται από κανέναν –τενεκέ ξεγάνωτο ή νοήμονα– ότι ο ελληνικός λόγος άγγιξε τη θεϊκή τελειότητα, και μου επιτρέπουν άφοβα να ρωτήσω: η Ιλιάδα και η Ελεύθεροι Πολιορκημένοι πόση «επικαιρικότητα» περιέχουν; Πολλή ή λίγη; Ή, μήπως, έχουν μόνο επικαιρικότητα; – μιαν επικαιρικότητα που την πήραν στα χέρια τους οι αρχιμάστορες της Ποιητικής και την έκαναν αιωνιότητα… Και δεν είναι μόνο το argumentum ex auctoritate που δικαιώνει τον ποιητή· υπάρχουν και άλλα επιχειρήματα, το βασικότερο των οποίων έγκειται στο ότι ο Ρίτσος είναι κατά συνειδητή επιλογή του ο ποιητή του ενσταντανέ… του στιγμιότυπου. Ακόμα και η πάντοτε επαινούμενη Τέταρτη διάσταση, και μόνο από το τι υπονοεί ο τίτλος της, που δεν ανέχεται παρερμηνείες, είναι ποίηση κατά βάση επικαιρική – ίσως όχι με τον ίδιο τρόπο που είναι επικαιρική ποίηση, φέρ’ ειπείν, ο Επιτάφιος, η Ρωμιοσύνη και οι Μαρτυρίες, πλην όμως επικαιρική κατά τούτο το άκρως σημαντικό στοιχείο: διότι εκεί γίνεται λόγος για τη φθορά των πάντων, εμψύχων τε και αψύχων, για το παρελθόν που ξαναζεί περιστασιακώς και κατά τύχη στο μέλλον, για τον θάνατο που σημαδεύει τη ζωή του ανθρώπου από την ώρα της γέννησής του, για την εξ αιτίας του θανάτου απώλεια της βιοτικής ταυτότητας του ανθρώπου και τη γενική ανωνυμία που θάβει τους πάντες και τα πάντα. Υπάρχει, αλήθεια, απτότερη απόδειξη για τον επικαιρικό χαρακτήρα της συνολικής ποίησης του Ρίτσου;
  Για να λέμε, όμως, τα πράγματα με το όνομά τους και για να μην αυταπατώμεθα, άλλα ήσαν στην περίπτωση του Ρίτσου εκείνα που ενοχλούσαν – γι’ αυτό, άλλωστε, και οι εναντίον του περί «αφόρητης επικαιρικότητος» μομφές. Και αυτά τα «άλλα» είναι γνωστά, πολύ γνωστά σε όλους, αλλά καλό είναι να μην παραλείπουμε να τα λέμε, να μην κάνουμε δε ότι τα έχουμε ξεχάσει, ούτε να δείχνουμε πως τάχα δεν έχουν και σπουδαία σημασία. Τους ιθύνοντες του πνευματικού βίου της Ελλάδας, που δεν έγιναν ποτέ τους αστοί, επειδή ακριβώς δεν είχαν τα φόντα για κάτι τέτοιο, κι έτσι παρέμειναν για πάντα ακατάτακτες αστικοειδείς περιπτώσεις που επιβίωναν αταβιστικώς, σαν, ας πούμε, κάτι που θα περιγραφόταν επαρκώς ως «παραλήδες του πνεύματος», και που ήσαν άνευ ετέρου «παραλυτικοί τη διανοία»… τους ιθύνοντες, λοιπόν, του πνευματικού βίου της Ελλάδας τούς τρόμαζε και τους γεννούσε εφιάλτες στον ύπνο και στον ξύπνο το γεγονός ότι υπήρχε κάποιος σημαντικός ποιητής που ουδέποτε έκανε υποχωρήσεις ως προς το ότι είχε δια παντός και κατά πάντα ενταχθεί –για να θυμηθούμε τον Βλαδίμηρο Μαγιακόφσκη– στων σοσιαλιστών τη μεγαλόψυχη αίρεση. Αυτό για τον Ρίτσο ήταν καταρκτικό και αδιαπραγμάτευτο, και ουδέποτε του συγχωρήθηκε όχι τόσο η –για να παίξουμε κι εμείς λίγο με τον παραπάνω στίχο– αίρεσή του, αλλά το ότι ποτέ του δεν μπήκε στον κόπο να συζητήσει τις προσφορές των καθεστωτικών της λογοτεχνίας, προκειμένου να περάσει δια μιας και εν τυμπάνω και χορώ από την «αίρεση» στην «ορθοδοξία», και όλα ύστερα «να είναι μέλι-γάλα». Και όχι μόνο δεν μπήκε στον σχετικό κόπο, αλλά με την απαράμιλλη ευγένεια που τον διέκρινε, το περιφρονητικό του «όχι» δεν το είπε με λέξεις, που πολλές φορές «δεν λένε» τα πράγματα με το όνομά τους, αλλά με πράξεις υλικές, που δεν σηκώνουν την παραμικρή αμφισβήτηση περί του τι ακριβώς σημαίνουν:! Ο Γιάννης Ρίτσος σήκωσε –το προείπαμε– και σωματικώς τον σταυρό του μαρτυρίου μέχρι την κορυφή του Γολγοθά, και αυτό ούτε να το ξεχνάμε ούτε να το υποτιμάμε πρέπει. Και, για να τον τιμάμε πραγματικά, πρέπει να το λέμε.
  Κι έπειτα, μετά τον Γολγοθά, ήρθε η «υπό όρους» –όπως επίσης προείπαμε– αναγνώριση εκ μέρους των διωκτών του, μια αναγνώριση του στυλ: «καλός ποιητής μεν, αλλά αδικεί το έργο του με τα πρόχειρα επικαιρικά ποιήματά του». Οι πρώην διώκτες γίνονται τώρα τρόπον τινά φίλοι και –το παράπαν– συμβουλάτορες. Ο Ρίτσος, όμως, έχει καταρτίσει από παλιά «πρόγραμμα», το οποίο ακολουθεί πιστά και αταλάντευτα, ακριβός επειδή αυτός γνωρίζει και τι θέλει ο ίδιος και τι θέλουν οι άλλοι. Γι’ αυτό και έναν αιώνα μετά τη γέννησή του και τριάντα χρόνια από τον θάνατό του ο Ρίτσος εξακολουθεί να συγκινεί, και μάλιστα πολύ περισσότερο από ποτέ τους αναγνώστες του ανά την υφήλιο. Ήξερε, ήξερα καλά, ήξερε πολύ καλά τι ήθελε αυτός και τι ήθελαν οι άλλοι.
  Θα ήταν, ωστόσο, αστόχαστη παράλειψη, αν ξεχνάγαμε να αναφέρουμε και τον άλλον κίνδυνο που διέτρεξε, αλλά εν τέλει διέφυγε, κυρίως επειδή δεν τράφηκε ποτέ στη ζωή του με ματαιοδοξίες και κολακείες. Όταν διάφοροι ημιμαθείς κεκράκτες –αριστερού, υποτίθεται, πολιτικού ινδάλματος– τον αποκαλούσαν στις φυλλάδες και στις γιορτές, που γράφανε και συμμετείχαν, «εθνικό ποιητή», αυτός δεν καταδέχτηκε ούτε για μια στιγμή τέτοιους τίτλους, όχι γιατί δεν ήταν ό,τι λέει ο όρος, αλλά ακριβώς διότι, ακόμα και όταν έγραφε για το έθνος του, έγραφε για τα έθνη όλου του κόσμου. Ο Ρίτσος δεν είναι εθνικός· ο Ρίτσος είναι διεθνικός. Και, εξ άλλου, εθνικός ποιητής, με την αυστηρή και άτρεπτη έννοια του όρου, είναι ένας, και είναι γνωστό ποιος είναι αυτός ο Ένας. Ή, τουλάχιστον, ο Ρίτσος τον εγνώριζε, και δεν θα διενοείτο καν να ασεβήσει απέναντί του… ακριβώς διότι ο Ρίτσος ήταν πάντα και κατά πάντα άρχοντας.
  Σήμερα –το είπαμε– ο Ρίτσος διαβάζεται ευρύτατα και κατά το μάλλον ή ήττον αφανάτιστα, τουλάχιστον από την πλειονότητα των αναγνωστών του, που απαρτίζουν άδολη κρίσιμη ομάδα. Και μεταφράζεται σε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Και αναγνωρίζεται ως κορυφαίος εκπρόσωπος του ευρωπαϊκού λυρισμού… και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής… και στους αυστραλιανούς αντίποδες ακόμα. Και γράφονται βιβλία και γίνονται συνέδρια γι’ αυτόν και στην Ελλάδα και στον κόσμο όλο, καθώς το έργο του ενδιαφέρει και τους Έλληνες και τους ανθρώπους όλου του κόσμου. Κρίνω, ωστόσο –και με τούτη την αφοριστική διατύπωση επιθυμώ να κλείσω αυτή τη σύντομη πανηγυρική παρουσίαση του ποιητή–, ότι ο καιρός της μεγάλης δόξας του Γιάννη Ρίτσου δεν έχει έλθει ακόμα.

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα "Ντοκουμέντο", σήμερα.





 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου