PAUL ELUARD
ΓΡΑΦΩ, ΣΧΕΔΙΑΖΩ, ΕΓΓΡΑΦΩ
Εφτά φορές η πραγματικότητα
Εφτά φορές εφτά φορές η αλήθεια
I
Ήμασταν δύο και παύσαμε να ζούμε
Μιαν ηλιόλουστη ημέρα ερωτική
Τον ήλιο μας τον αγκαλιάζαμε μαζί
Μας ήταν ορατή ολόκληρη η ζωή
Σαν ήρθε η νύχτα δίχως ίσκιο εμείναμε
Το χρυσάφι να στιλβώνουμε του κοινού μας αίματος
Ήμασταν δύο στην καρδιά ενός μόνο θησαυρού
Που ποτέ το φως του δεν το παίρνει ο ύπνος.
Το φως της η ομίχλη αναδεύει
Στην πρασινάδα του ερέβους
Εσύ αναδεύεις τη χλιαρή σου σάρκα
Στους λυσσασμένους μου πόθους.
Σκοτεινιάζεις και φωτίζεσαι
Αποκοιμιέσαι και ξυπνάς
Σε πιστών εποχών το διάβα
Χτίζεις σπίτι
Και η καρδιά σου το ωριμάζει
Σαν κρεβάτι σαν φρούτο
Και καταφεύγει εκεί το κορμί σου
Και μακραίνω εκεί τα όνειρά σου
Είσαι των τρυφερών ημερών το σπίτι
Και των ασπασμών τής νύχτας.
Τα ρεύματα του ποταμού
Το μεγάλωμα του ουρανού
Ο άνεμος το φύλλωμα και το φτερό
Το βλέμμα η ομιλία
Και το γεγονός ότι σε αγαπώ
Όλα τους είναι εν κινήσει.
Ένα νέο καλό
Το πρωί σήμερα έφτασε
Στ’ όνειρό σου με είδες.
Θα ήθελα τη μοναχική μας να συνδέσω αγάπη
Με τα πιο πυκνοκατοικημένα μέρη του κόσμου
Κάτι θα μπορέσει ν’ αφήσει χώρο
Σε όσους σαν κι εμάς αγαπιούνται
Και είναι πάρα πολλοί και είναι τόσο πολύ λίγοι.
Τα βάζω με την καρδιά μου τα βάζω με το σώμα μου
Κακό δεν κάνω ωστόσο σ’ εκείνη που λατρεύω
II
Τίποτα φωτεινότερο απ’ τον έρωτα
Που κείται στην αυταπάτη του
Ορθός μέσα στην αλήθεια του.
Να γεννιέται βλέπει κάθε βράδυ
Κόντρα στον κακό κουφό ύπνο
Και ονειρεύεται χωρίς για τον εαυτό του ν’ αμφιβάλλει.
Το μολυβένιο βήμα των δακρύων
Στα βράχια και στη χαρά μας πάνω
Φύλλα πράσινα στο δάσος μέσα.
Αλλόκοτο είμαι ζώο
Σου μιλάνε τ’ αφτιά μου
Η φωνή μου σ’ ακούει σε καταλαβαίνει.
Διάδρομος φωτοσκότεινος
Να είσαι ή να ονειρεύεσαι πως είσαι
Να επιζείς ή να γεννιέσαι.
Την πρώτη μέρα σε αγκαλιάζω
Την άλλη μέρα μού μιλάς στον ενικό
Και σε σένα πιστεύω για πάντα.
Τίποτα δεν έχω να κερδίσω
Σ’ αγαπώ πολύ για να χάσω
Δεν παίζω άλλο σ’ αγαπάω.
III
Ονειρεύτηκα την άνοιξη η άνοιξη μαύρισε
Το καλοκαίρι μαύρισε και το σίδερο μες στον καρπό
Θα μπορούσα να χάσω τα χρώματα
Που μου επέβαλλαν να είμαι ο εαυτός μου και ό,τι αγαπάω
Θα μπορούσα να χάσω τη δύναμη
Να γνωρίζω του λευκού και του μαύρου το βάρος
Έν’ άνθος σπινθηροβολεί στη μέση της άνοιξης
Σκουριάζει τη βροχή τη ροκανίζει και περνά στο καλοκαίρι
Οι συγκομιδές εκάηκαν σ’ εμάς η ανανέωση
Άνθος και καρπός μνήμης έχουν του μέλλοντος σφρίγος
Ήξερα να περάσω τρία χρόνια και χρονιές χιλιάδες
Να ζήσω όπως ζουν οι βασιλεμένοι ήλιοι
Τώρα σηκώνομαι επειδή σηκώθηκες εσύ
Ρόδο της φωτιάς στις στάχτες επάνω της φωτιάς
Και ο έρωτάς μου πολύ μεγαλύτερος από το παρελθόν μου είναι.
IV
Να είσαι σαν παιδί και είσαι σαν παιδί
Μεγάλη σαν παιδί όποτε είσαι λογική
Όταν κάνεις τη σπουδαία
Όταν καταφέρνεις να πέφτει ο ουρανός στο τραπέζι
Με χειρονομία πιο καλά κανονισμένη από εκείνη των εποχών
Όταν όντας έτοιμη να δημιουργήσεις τα πάντα διαλέγεις τη μίμηση
Όταν με κάνεις να γελάω με γέλιο
Ερωμένης για λύπηση.
Ήρθες σ’ εμένα από τους δρόμους της παιδικής ηλικίας
Σοβαρή σαν χορταράκι και σαν χελιδόνι
Το μεσο-νύχτι των πρωινών τό ’χε λερώσει η αυγή
Η εσπέρα άνοιγε με φρόνηση τους ίσκιους
Μαύρα για να κυνηγήσει κτήνη.
Στης ζωής σου τον κύκλο
Παρά τον χρόνο εμπήκα
Σου παραχωρώ τον χρόνο να ζήσεις
Και τον χρόνο να έχεις ζήσει
Μου παραχωρείς τον χρόνο να είμαι
Μαζί σου σαν παιδί.
Ας κανονίζει τα κλαδιά ο χειμώνας
Τον θάνατο ν’ αρπάξει τον ονειρεμένο
Και οι απαίσιοι θερισμοί
Των ποταμών ας παρακωλύουν το σφρίγος
Και ο πάγος ας εκλογικεύει τη σάρκα
Εσύ μου υπόσχεσαι μόνο τη νιότη.
Και ξέρω πως πρέπει ν’ αγαπώ
Ο χειμώνας συναπαντιέται με το καλοκαίρι
Τοπ νεκρό φύλλο σε λουτρό πέφτει γαλάζιο.
Και ανασαίνω και διπλασιάζομαι
Απ’ τον άνεμο που κινάει να πάει στην άνοιξη
Έρημοι και ερείπια καιρός κακός
Των συγκομιδών την αυγή εξαγνίζουν.
Σ’ αγαπώ στους σπονδύλους μου μέσα έχω
Των σκοταδιών τη χειραφέτηση όλη.
V
Από τον πόνο από τα βάθη των δακρύων
Ανέβαινε πουλί χωρίς φτερά
Κι έπειτα έβγαινε μια βάρκα άδεια.
Από ένα χέρι που κράταγε ένα χέρι αφοσιωμένο
Έπεφταν σπόροι
Ένα μόνο άνθος ακτινοβολούσε.
Μια καρδιά το αίμα σχεδίαζε
Η καρδιά το κορμί σου σχεδίαζε
Το κορμί σου την καρδιά μου παντρευόταν.
Υπάρχουν ζητιάνοι που ζητούν θρήνους ελεημοσύνες
Υπάρχουν μυστικά με ψέματα και προδότες
Και πιο κοντά και πιο μακριά υπάρχουν οι εξομολογήσεις μας
Ένα μικρούλικο πρόσωπο στην κορυφή μεγάλου σώματος
Ένα σώμα που συρρικνώνεται προς το τίποτα από πρόσωπο ζέον
Ο έρωτας είναι πιο ελαφρός από την επιθυμία του έρωτα
Να δίνεις να πιούν και να δίνεις να φάνε
Σ’ εκείνα τα παιδιά που φανταζόμαστε
Που σάμπως τη μοναδική τους μας έχουνε περιουσία
Όταν ο ήλιος ο έρως ισορροπούν τα όπλα μας
Μπορεί να μας δούμε να ζούμε
Φλέγεται το σφρίγος μας μες στον καθρέφτη μας.
VI
Πρέπει να σηκωθούμε αύριο το πρωί πολύ νωρίς
Μες στο σκοτάδι με κάποιας παιδιάστικης απέχθειας τον βούρδουλα
Στη σκοτεινή να σηκωθούμε την ώρα για να μας δούμε φωτεινούς
Φεύγεις κόντρα στον άνεμο με μαζεμένη τη φούστα
Με τα μαλλιά σου ανάκατα μες στη βροχή τη μανιασμένη
Έχει πλημμυρίσει ο ουρανός η γη έχει απ’ τα νερά φουσκώσει
Ανακάλυψη κάποιας ερήμου
Όπου το φως είναι δειλό συνεσταλμένο.
Και ο ορίζοντας φεύγει μαζί σου κόντρα στον άνεμο
Μαζί μου φεύγει μάς φυλακίζει.
Να πηγαίνεις συνεχώς ατελείωτα και να πηγαίνεις μακριά
Βρέχει ατελείωτα θα καλοσυνέψει αμέσως
Φτάσαμε καλά από πιο μακριά ο ένας στον άλλο
Χωρίς μεγάλη ελπίδα για ήλιο μεγάλο για ψωμί ζεστό
Αλλά των θερισμών το κύμα έκαιγε τον κακό καιρό.
Μια σταγόνα μόνο νερό
Πολλαπλασίαζε τα φωτοστέφανα
Σε κάποιας ένωσης το δαχτυλίδι.
VII
Η κυψέλη της σάρκας σου κάτω από τον μοναδικό ήλιο
Μοναδικού μελιού χρυσάφια ο ουρανός μου που ξυπνούσε.
Γυναίκα είσαι
Εγώ εραστής.
Με το χάδι βγαίνουμε από την παιδική μας ηλικία
Αλλά αρκεί μια λέξη μόνο ερωτική και νά τη η γέννησή μας.
Κάποιο φιλί ηρεμεί μέσα στη νύχτα
Τις πιο βαριές σκιές που δραπετεύουν
Ίδιος ο ύπνος και ο ξύπνος
Μοιραζόμαστε τα όνειρά μας και τον ήλιο μας.
Διαφέρει η τρυφερότητα από χρώμα σε χρώμα
Και ποτέ δεν μου είσαι ξένη καρδιά μου.
Μίλα είμαι ο αντίλαλος όσων λες εσύ
Στον τοίχο μου πολύ ψηλά εσύ τη φωλιά σου ξαναβρίσκεις.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου