PAUL ELUARD
ΚΟΚΚΟΣ ΑΜΜΟΥ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΜΟΥ
Χάρη στο ότι είσαι φωτεινή και στο ότι ποτίζεις τη δίψα
Όπως ανοίγουμε το χέρι να ελευθερώσουμε κάποιο φτερό
Χάρη στο ότι μερίζεσαι και επανενώνεσαι
Σαν στόμα που σουφρώνει και φρικιά
Σαν γλώσσα με νου και λόγο που εγκαταλείπεται
Δυο χέρια που ανοίγουν και κλείνουνε
Κάνοντας τη μέρα κάνοντας τη νύχτα και ξανανάβοντας
Μια φωτιά που κλωσάει χίλια παιδιά απελπισμένα
Χάρη στο ότι ενσαρκώνεις τη φύση την πιστή
Δυνατή σαν ώριμο καρπό αδύναμη σαν κάτι χαράματα
Που ξεχειλίζουν εποχές και θεραπεύουν ανθρώπους
Χάρη στο ότι είσαι σαν λιβάδι που ρουφάει το νερό
Που αρδεύει το έδαφός σου με την ουσία την ανώτερη
Έτσι αθώο όπως περιμένει κάποιο βήμα τραυλό
Σαν δουλειά και σαν παιχνίδι σαν πράξη αριθμητική
Λανθασμένη ίσαμε το κόκαλο σαν δώρο και σαν αρπαγή
Χάρη στο ότι είσαι τόσο υπομονετική και σβέλτη και δίκαιη
Χάρη στο ότι ανακατεύεις του φωτός το στάρι
Με θωπείες σαρκικές και γήινες τα μεσάνυχτα
Το μεσημέρι και χωρίς να ξέρεις αν η ζωή αξίζει καθόλου
Μου ανοίχτηκες μια μέρα μια μέρα που ήτανε ακόμα σήμερα
Μπορεί όμως και αύριο Μηδέν είναι το πάντοτε Το ποτέ δεν υπάρχει
Κι εσύ διακινδυνεύεις τη ζωή σου ιδίοις αναλώμασι
Λιγότερο από μένα που κατάγομαι από αλλού και από το τίποτα.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου