PAUL ELUARD
ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΩ ΝΑ ΖΩ
Και κάθισα χωρίς ντροπαλοσύνη στο κύμα επάνω
Αυτού του μακρινού και κατσαρωμένου από τον πράσινο
ήλιο ποταμιού
Τα δέντρα εγκωμίαζαν πανηγυρικά τη νύχτα και τ’ αστέρια
Είδα καθαρά μέσα στην ολόγυμνη νύχτα
Μέσα στη νύχτα την ολόγυμνη ποιά γυναίκα
Μού ’χει δείξει την όψη της φανερωμένη ολόγυμνη
Το ενήλικο κάλλος της αυστηρότερο ήτανε
Από τους νόμους τους ανελέητους της ανάγκης
Απέναντί της οι εσθήτες της φύσης
Παιδικές και ασκούνταν με τα αιώνια τους όπλα
Από σίδερο και μάρμαρο και αλάτι
Απέναντί της το διαμάντι τ’ ουρανού
Αμβλυνόταν γινόταν θαμπό ολοένα
Ήταν κάλλος ωστόσο
Από άμμο και αφρούς και εσπέρα
Ήταν όμως κάλλος
Από σάρκα γλώσσα και ίριδες
Κάλλος μπουμπούκι και εποχών διαφόρων φύρα
Κάλλος που έσβηνε σε συναπαντήματα αόριστα
Χώρισα ερωτευμένους πιο άσχημους μαζί
Παρά χωρισμένους
Για να τους σώσω έκανα τη μοναξιά να τραγουδήσει
Στα τέσσερα ετσάκισα τα χείλη τους
Ξέρανα είχα τον χρόνο να τα κάνω να ξεραθούν
Τα λουλούδια χωρίς τύψεις για τυχόν ψέματα
Την κόπρο την ολόφρεσκη που έκλαιγε
Και τις αυγές που ’χανε ξυπνήσει ανάποδα
Έκανα όμως να γελάσουν και οι πιο πικροί κωμωδοί
Οι ερωτευμένοι τη γυμνότητα και πολύ καλοντυμένοι
Αυτοί που μιλάνε από δίπλα τα μάτια τους δίχως ζέση
καίνε
Αυτοί που μιλούν επί τούτω για να γεράσουνε άνετα
Οι κατασκευαστές της γρασαρισμένης και ευδιάβατης
φυλακής τους
Αυτοί με τ’ αλυσοδεμένα χέρια και τα κουκουλωμένα
κεφάλια
Τα γαλάζια αιμοσφαίρια ενός ξεθωριασμένου κόσμου
Στη στέγη τα όνειρά τους ήσαν στο υπόγειο
Την αιωνιότητα καλλιεργούσαν μόνο
Την καρδιά μου και το μάτι μου
Στο ανέπαφο σύμπαν είχαν τα πάντα παγώσει
Από πού αλλού βγήκες εικόνα δίχως αιθρία
Παρατηρήτρια εν όψει
Αν όχι από εμένα που κακοκοιμάμαι σ’ ένα
παλιοκρέβατο
Απ’ όπου βγήκες ακουμπώντας το χώμα τόσο
κοντά σου
Που είμαι το βήμα σου στου δρόμου το πλακόστρωτο
Εκεί όπου πλήττω τόσο συχνά όπου θα χαθώ
Παρ’ όλα τα σημάδια που έβαλα προσεχτικά
Όταν ήμουν νέος και προνοητικός
Όταν με κατοικούσε ο ίσκιος
Όταν διάφανο με ξεδίψαγε κρασί
Εσύ εντελώς καθορισμένη από τούτη τη σάρκα
Που είναι η δική μου στου κενού το χείλος
Και απλώς αναρριγεί
Με την ιδέα να δραπετεύσει στον απαράγραπτο κόσμο
Αβέβαιη εσύ εις βάρος της ελπίδας μου ότι θα ζήσω
Δεν υπάρχει χλευασμός
Δεν υπάρχει τίποτα που νά ’ναι στρεβλωμένο
Ειμή μόνο ό,τι δεν είναι η εικόνα δίχως μεσημέρι
Που επιβάλλεται τη νύχτα στο μεδούλι
Αυτού του ποταμού όπου είμαι καθισμένος
Ζω ακόμα και μοιράζομαι
Το στάρι τον άρτο του κάλλους
Δίχως φως άλλο απ’ το να γεννιέμαι και να υπάρχω
Εσύ πολύ χαμηλά και πολύ ψηλή μέσα στη γύμνια
Του Βορρά και του Νότου και σε μία μόνο στιγμή
Η ανθρώπινη αναδεντράδα είναι ανάμεσά μας
Η γέννησή μας από τη γυναίκα είναι προφανής
Και νά τη η χλόη που φύτρωσε στα παιδικά μας χρόνια
Είσαι άρρωστος ή κουρασμένος
Είσαι τρελός ή απλώς
Πιο δυστυχής απ’ ό,τι συνήθως
Δεν επιθυμώ ν’ απαντήσω
Διότι φοβάμαι πολύ πως απαντώντας
Θά ’χω την τύχη αυτών των παικτών
Που παίζουν για το τίποτα στην τσόχα
Τις επιθυμίες τους τον πόνο τους
Έβγαλα απ’ τη φωλιά τα χρήσιμα αβγά
Για να μην πεθάνω όταν πεινούσα
Πλην όμως ξεχνάω πια τα όνειρά μου
Κι εκτός τούτου έως θανάτου με τον εαυτό μου
εγώ τα βάζω.
Οκτώβριος 1946
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου