Τρίτη 2 Ιουνίου 2020

ΞΑΓΡΥΠΝΙΣΜΑ ΝΕΚΡΟΥ ΣΤΟΝ ΝΟΤΟ



JORGE LUIS BORGES


ΞΑΓΡΥΠΝΙΣΜΑ ΝΕΚΡΟΥ ΣΤΟΝ ΝΟΤΟ

          Στη Λετίσια Άλβαρες δε Τολέδο


Για κάποιου τον θάνατο
–μυστήριο που το κενό του όνομα το ξέρω,
αλλά η πραγματικότητά του εντελώς μας υπερβαίνει–
στον Νότο είναι ένα σπίτι ανοιχτό ώς το ξημέρωμα,
σπίτι άγνωστό μου που δεν προώρισται να ξαναδώ,
μα που με περιμένει απόψε
με ξάγρυπνα τα φώτα του στις ώρες τις βαθιές του ύπνου,
σπίτι απ’ τις άσχημες νύχτες του άχαρο, που ξεχωρίζει
    πάντως
στη σχολαστική εικόνα της πραγματικότητας μέσα.

Τα βήματά μου για το βαρύ του νεκρικό νυχτέρι σέρνω
σε δρόμους στοιχειώδεις και απλώς ως αναμνήσεις,
στον άφθονο της νύχτας χρόνο,
χωρίς νά ’χει άλλη καν ζωή ακουστεί εκεί γύρω
εκτός απ’ τους αργόσχολους της γειτονιάς στο σκοτεινό
    αλμασέν
και κάποιο σφύριγμα μοναχικό κάπου, οπουδήποτε
    στον κόσμο.

Με βάδισμα αργό και μ’ όλη μου την προσδοκία
φτάνω στο τετράγωνο που έψαχνα, στο σπίτι, στην πόρτα του
     την τίμια,
κι εκεί με δέχονται άνθρωποι υποχρεωτικά σοβαροί
που είναι μέρος των χρόνων των προγόνων μου,
και πεπρωμένα ισοπεδώνουμε ύστερα
σ’ ένα δωμάτιο παστρικό που βλέπει προς τη μεσαυλή
–μεσαυλή υπό την εξουσία και τις διαταγές της νύχτας–
και μιλάμε (αφού η πραγματικότητα είναι υπέρτερή μας) για
    πράγματα αδιάφορα,
και στον καθρέφτη είμαστε νωθροί, ανόρεχτοι και αργεντινοί,
ενόσω η γύρα του ματέ καταμετρά τις άδειες ώρες.

Με συγκινούν και η ευρυμάθεια και η λεπτή σοφία
που χάνονται με κάθε θάνατο
–συνήθειες με βιβλία, με κλειδιά, ένα σώμα ανάμεσα στ’ άλλα–,
συχνότητες ρυθμικές και αμετάκλητες που για τον μεταστάντα
ήσαν η διάθεση η φιλική του κόσμου τούτου.
Τα προνόμια, όσο και σκοτεινά, έχουν (ξέρω) θαυμαστή
    γενεαλογία,
και θαύμα είναι μέγα που σε τούτο συμμετέχω κι εγώ
    το ξενύχτισμα,
σ’ αυτή την ομήγυρη είμαι γύρω από έναν που αγνοούμε:
    τον Νεκρό,
σ’ αυτή την ομήγυρη είμαι που τόνε παραστέκει ή τον φυλάει
στη νύχτα του την πρώτη ως πεθαμένου.

(Κουράζει το ξαγρύπνισμα τα πρόσωπα·
τα μάτια μας πεθαίνουνε ψηλά σαν τον Χριστό.)

Και ο νεκρός, ο πρωτοφανής και ο απίστευτος;
Έχει πραγματικότητα υποδεέστερη από την ξένη του
    των λουλουδιών πραγματικότητα,
η δε φιλοξενία του απ’ τον θάνατο θα δώσει σ’ όλους μας
μι’ ανάμνηση επί πλέον για τον χρόνο,
δρόμους χαραγμένους στον Νότο να τους χαρούμε αργά-αργά
    όπως τους πρέπει,
μα και τη νύχτα που από το μαρτύριο το μεγαλύτερό μας
    μάς ελευθερώνει:
από την καθημερινή τής πραγματικότητας αβάσταχτη πλήξη.




Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου