Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2018

Ο ΑΛΛΟΣ ΤΙΓΡΗΣ



JORGE LUIS BORGES


Ο ΑΛΛΟΣ ΤΙΓΡΗΣ

Τον τίγρη σκέπτομαι. Το ημίφως μεγαλύνει
τη φίλεργη και απέραντη Βιβλιοθήκη –
τα ράφια της μού μοιάζουν απομακρυσμένα·
αθώος, δυνατός, αιμόφυρτος και νέος
περνά μέσ’ απ’ το δάσος κι απ’ τη χαραυγή του
κι αφήνει τα ίχνη του μαρκάροντας τη λάσπη
του ποταμού που καν δεν ξέρει πώς τον λένε
(ονόματα δεν έχει ή παρελθόν ή μέλλον
ο κόσμος του – μονάχα μια στιγμή διαθέτει).
Και τις τεράστιες θα καλύψει αποστάσεις
και στον λαβύρινθο θα μπει των αρωμάτων
της χαραυγής, τ’ αρώματα για να μυρίσει
και την οσμή του ζαρκαδιού που είν’ όλο γλύκα.
Κοιτώ και μέσ’ από τις καλαμιές διακρίνω
ραβδώσεις, και τη ραχοκοκαλιά του νιώθω
πώς πάλλεται κάτω απ’ το υπέροχό του δέρμα.
Ματαίως παρεμβάλλονται τα κυρτωμένα
πελάγη και οι άμμοι των ερήμων του πλανήτη·
εγώ απ’ το σπίτι μου, που βρίσκεται σε τούτο
το νοτιοαμερικανικό κρυφό λιμάνι,
σ’ ακολουθώ και σε ονειρεύομαι συνέχεια
να περιφέρεσαι στου Γάγγη τα παρόχθια.
Απλώνεται το δείλι στην ψυχή μου: ο τίγρης,
που επικαλούμαι εγώ στους στίχους μου, υποθέτω
ότι είναι τίγρης από σύμβολα και από ίσκιους
φτιαγμένος. Μια σειρά ρητορικών σχημάτων,
λογοτεχνία και μνήμες της εγκυκλοπαίδειας,
καθόλου ο τίγρης ο μοιραίος, ο ολέθριος
αδάμας, που κάτω απ’ τον ήλιο ή τη σελήνη
την εύτρεπτη και την πολύτροπή τον βλέπεις
ν’ απολαμβάνει στη Σουμάτρα ή στη Βεγγάλη
ερώτων και θανάτων ανέγνοιαγες ρουτίνες.
Στον τίγρη των συμβόλων έχω ήδη αντιτάξει
τον άλλο, τον αληθινό, με τα αίματά του
ν’ αχνίζουν, όταν τη φυλή αποδεκατίζει
των βουβαλιών· και σήμερα, στις τρεις Αυγούστου
του χίλια εννιακόσια πενήντα εννέα,
μακραίνει αργά ένας ίσκιος κάτω στο λιβάδι,
μα αμέσως μόλις κάνω να τον ονομάσω,
την τρέχουσα να εικάσω εδώ περίστασή του,
τον κάνω τέχνημα, επινόηση, και όχι πλάσμα
κτιστό και ζωντανό που τριγυρνά στον κόσμο.


Ν’ αναζητήσουμε έναν τρίτο τίγρη. Εκείνος
θά ’ναι (όπως και οι άλλοι) ονείρου σχήμα, μια μορφή όπως
το σύστημα ακριβώς του λόγου των ανθρώπων·
δεν θά ’ναι ο τίγρης με τους δυνατούς σπονδύλους
που, πέρ’ απ’ όσα διηγούνται οι μυθολογίες,
πατάει γερά το χώμα. Αν και το ξέρω, κάτι
σ’ αυτήν την περιπέτεια συνεχώς με σπρώχνει
να μπω, παράλογο, αρχαίο, και όλο ψάχνω
επίμονα ν’ ανακαλύψω μες στο βράδυ
τον άλλο τίγρη, που μου λείπει από το ποίημα.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου