JORGE LUIS BORGES
ON HIS BLINDNESS
Στο τέλος των ετών μου με κυκλώνει μια μοιραία
ομίχλη, αχλύς επίμονη και φωτεινή, που πιάνει
τα πράγματά μου, και ένα πράγμα όλα τους τα κάνει:
χωρίς καν σχήμα, δίχως χρώμα. Κάτι σαν ιδέα.
Τεράστια στοιχειώδης νύχτα, αλλά και σαν γεμάτη
με κόσμο ημέρα, σφύζουσα, η ομίχλη μου έχει γίνει·
με φως υπάρχει, αβέβαιη και πιστή· χωρίς να φθίνει,
παραμονεύει κάθε αυγή. Θα επιθυμούσα κάτι:
να βλέπω πρόσωπα καμιά φορά. Δεν ξέρω τί ’ναι σ’
ακοίταχτην εγκυκλοπαίδεια μέσα· ποιά θα φέρει
σ’ εμέ χαρά βιβλίο που ξέρω μόνο με το χέρι·
ούτε πώς είναι στα ύψη τα πουλιά, οι χρυσές σελήνες.
Το σύμπαν έχουν οι άλλοι, και το φως του τους χορταίνει·
στο ημίφως μου των στίχων η συνήθεια απλώς μου μένει.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου