JORGE LUIS BORGES
Ο ΑΝΤ’ ΑΥΤΟΥ
Σε κάποιονε φιγουρατζή είπαν
τ’ αφεντικό πως είναι οικίας
με κόκκινο φανάρι απ’ έξω
στο προάστιο της Τριανδρίας.
Στο ντύσιμό του πάντα σένιος·
σαν νταβατζής ολίγα αφήνει·
καπέλο μαύρο και κουστυούμι,
πατούμενο μαύρο, λουστρίνι.
Στου πάρε-δώσε μια μουντζούρα
για τζίφρα του έβαζε από κάτω·
ευγενικιάν είχε τη φάτσα
κι εσάλταρε και σαν τον γάτο.
Χορευταράς, αλλά και παίχτης
– μιγάς;… κινέζος;… κάτι άλλο;…
Τον είχανε όλοι στα όπα-όπα
και πάντα τού ’διναν ρεγάλο.
Τα σπίτια, με καφέ τις πόρτες,
διακριτικά τα συντηρούσε·
εκεί ο έρωτας του μάγκα ετούτου
επί ώρες εχασομερούσε.
Αλλά, ως γνωστόν τοις πάσι, ο άντρας
κοντράτο με τον Χάρο κάνει. Η
στιγμή η κακιά παραμονεύει –
στημένο τού ’χει τοπ δοκάνι.
Μιας σφαίρα τρώει, πάρ’ τον κάτω,
στην Τριανδρία μέσα· ήτοι
μετακομίζει, πάει πιο πέρα,
στα μέρη του Πλακουτσομύτη.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου