ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΖΛΑΤΚΑ ΚΑΡΛΟΒΑ, ΞΑΝΘΟΥΛΑ ΚΙ ΑΥΤΗ
Λευκότατα πανιά και ωσάν το περιστέρι
που απλώνει τα φτερά θυμάμαι εθύμιζε ό,τι
μες στην πολλή μακρότητα την ταξιδιώτι-
σσα επήρε κι έκρυψε ένα ωραίο καλοκαίρι.
Αφρούς αντί μαντήλι εκούναγε το χέρι
και κάποιος γλάρος προσποιείτο τον ιππότη
στη ράχη του αέρα μέχρι που ’πεσαν τα σκότη
και τ’ άστρα εβλάστησαν στης νύχτας το παρτέρι.
Με λύπη, με χαρά ήσαν όλα τονισμένα·
μουρμούριζε μια χαρμολύπη λιμανίσιο
σκοπό με λόγια δανεικά από τον Διονύσιο.
Και τα νερά της θάλασσας χαριτωμένα
στης θύμησης χορεύανε τα πλούσια βάθη –
του ρόδου γέλαγε η ελπίδα για το αγκάθι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου