Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2020

ΟΡΙΑ



JORGE LUIS BORGES


ΟΡΙΑ

Απ’ όσους δρόμους τώρα παν και χάνονται στη δύση,
θα πρέπει νά ’ναι κι ένας (ποιός δεν ξέρω) ανάμεσά τους,
που ακόμα μια φορά τον έχω αδιάφορος διανύσει
και δίχως να μαντεύω ( : εγώ, ένας απ’ τους αδυνάτους)

πώς υποτάχτηκα στους παντοδύναμους κανόνες
Εκείνου, που με κρύφια και άλυτα δεσμά μας δένουν,
ρυθμίζοντας σκιές και όνειρα και σχήματα και εικόνες,
που τη ζωή μας συνεχώς υφαίνουν και ξυφαίνουν.

Αν για όλα υπάρχει τέλος και πληρώνεται και φόρος
(φορά αν υπάρχει τελευταία, και μη περαιτέρω,
και λήθη), ποιός σ’ εμάς θα πει ποιός αναγκαίος όρος
πληρούται για τον ύστατο χαιρετισμό – να ξέρω.

Η νύχτα σταματά έξω από το τζάμι αυτό το λείο,
και των βιβλίων ο όγκος ίσκιους ρίχνει να σκϊάσει
λοξά το αόριστο τραπέζι: σίγουρα βιβλίο
θα υπάρξει κάποιο που δεν θά ’χουμε διαβάσει.

Παντού στον Νότο εξώθυρες θα βλέπεις φαγωμένες
απ’ τον καιρό· τα πετροσκάλιστα τ’ ανθοδοχεία
και τις φραγκοσυκιές κοιτώ, που μού ’ναι σάμπως ξένες
στα βήματά μου: λες και ανήκουν σε λιθογραφία.

Τις πόρτες όλες πίσω σου έχεις κλείσει και σφαλίσει
για πάντα, και καθρέφτης σε γυρεύει επί ματαίω.
Φυλάσσεται το σταυροδρόμι· και σ’ την έχει στήσει
ο Ιανός παντού, με τις μορφές τις τέσσερις – σ’ το λέω,

Στις τόσες σου αναμνήσεις μέσα εσένα υπάρχει μία
που εχάθηκε και δεν ξαναγυρίζει. Εκεί στην κρήνη
ποτέ δεν θα σε ξαναδούν να σκύβεις με αγωνία
να πιείς: ούτε ο ήλιος ο λευκός ούτε η χρυσή σελήνη.

Ποτέ ξανά η φωνή σου δεν θα πει ό,τι είπε ο Πέρσης
στη γλώσσα του ( : πουλιών και ρόδων γλώσσα, και επιστήμης),
η εσπέρα σαν θα πνίγει του φωτός τις εξεγέρσεις
κι εσύ για πράγματα θα θες να λες αλήστου μνήμης…

Ο δε αείρροος ο Ροδανός, καθώς και η λίμνη εκείνη
που ’ν’ όλο μου το χτες, και προς τα εκεί εγώ να πάω κλίνω;
Σαν άλλη Καρχηδόνα, τίποτα δεν θά ’χει μείνει,
που καταστράφηκε με πυρ και αλάτι απ’ τον Λατίνο.

Με το ξημέρωμα θ’ ακούσω πλήθη που με βιάση
διαβαίνουν, και θα τα κοιτώ ίσαμε να ξεμακρύνουν:
είναι όλα αυτά που μ’ έχουν αγαπήσει και ξεχάσει –
ο χώρος και ο χρόνος και ο Μπόρχες που μ’ αφήνουν.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου