Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020


 

PAUL VALÉRY

 

ΜΙΛΑΕΙ Ο ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ

 

              Narcissae placandis minibus

 

Περίλυποί μου κρίνοι, ω αδελφοί, το κάλλος μ’ έχει λειώσει·

στη γύμνια σας εσάς τον εαυτό μου να ποθώ έχω νιώσει·

και προς εσάς, ω Νύμφες! νύμφες των πηγών, τα δάκρυα αμώμως

–τα μάταια– για να σας δώσω σιωπηλός με φέρνει δρόμος.

 

Μ’ ακούει απέραντη γαλήνη, ενώ εγώ ακούω την ελπίδα.

Φωνή άλλη βγάζουν τα νερά, μου λένε για την εσπερίδα.

Τα χόρτα τ’ αργυρά θρασεύουν στη σκϊά την αγιασμένη

και η επίβουλη σελήνη υψώνει τον καθρέφτη της (την είδα)

μέχρι να μπει στα μυστικά που η κρήνη κρύβει η σβησμένη.

 

Κι εγώ, ριγμένος στα καλάμια μέσα με όλο το κορμί μου

λιγώνω, ω σάπφειρε, απ’ το θλιμμένο κάλλος, την ειδή μου!

Μονάχα μαγεμένα νάματα γνωρίζω ν’ αγαπάω·

το γέλιο το καλό, τ’ αρχαία ρόδα τώρα τα ξεχνάω.

 

Τη λάμψη σου, τη διάφανη και την καθάρια, ας τη θρηνήσω

που τόσο μου προσφέρεσαι γλυκά, ω πηγή προορισμένη

για τα δικά μου δάκρυα, και τα μάτια! Νά ’ρθω να βυθίσω

την όψη μου, και υγρά άνθη να την έχουνε στεφανωμένη.

 

Αλίμονο! η όψη μάταια είναι και οι λυγμοί αιώνιοι και μεγάλοι!

Μέσ’ από δάση πάγγλαυκα κι από την αδελφικήν αγκάλη

διαβαίνει λάμψη τρυφερή και αμφίβολη, που πά’ να σβήσει,

ενώ ό,τι από τη μέρα ακόμα μένει, Νυμφίο με βαφτίζει

γυμνόν, στ’ ωχρό το μέρος που με σέρνει η λυπημένη βρύση…

και ηδονικό, ψυχρό και εράσμιο Δαίμονα με δϊορίζει.

 

Και νά τη η σάρκα μου μες στο νερό –και δρόσος και σελήνη–

μορφή, ω, πειθήνια που απ’ τα μάτια μου έχει τώρα ξεμακρύνει!

Και νά τα μπράτσα τ’ ασημένια των απρόσμικτων ρυθμών μου!...

Τα οκνά μου χέρια μες στο λατρευτό χρυσάφι κουραστήκαν

τον δέσμιο τούτον να καλούν που φυλλωσιές τον εζωστήκαν –

ματαίως κράζω: ονόματα αντηχούν των σκοτεινών θεών μου.

 

Χαμένο λάμπος, χαίρε, στα ήρεμα νερά (μα πώς να τό ’δω;)

ω Νάρκισσε… όνομα ίδιο μ’ ένα τρυφερό και ασπάσιο μύρο

καρδιάς τρισάπαλης. Στων τεθνεώτων τις σκϊές τριγύρω,

στο μνήμα το κενό, φυλλορροεί και το επικήδειο ρόδο.

 

Ας είσαι, χείλι μου, το ρόδο που μαδάει τα φιλιά του

για να κοιμάται το είδωλο γαληνεμένο στα όνειρά του·

μιλάει η νύχτα σιγανά –και δίπλα και μακριά– πιστεύω

στ’ ανάλαφρα άνθη που έχουν ίσκιο και ύπνο ατάραχο χορτάσει.

Μα το φεγγάρι στις μυρτιές, μακριά, θα βγει να διασκεδάσει.

 

Και στις μυρτιές ετούτες, σάρκα αβέβαιη, ναι, σε λατρεύω,

ω σάρκα που άνθισες μονάχα για της μοναξιάς τη θλίψη

που σ’ ένα δάσος υπνωμένο να καθρεφτιστεί έχει σκύψει.

Ελευθερώνομαι απ’ την παρουσία σου τη θεσπεσία:

γλυκιά είναι η απατηλή η ώρα, όταν τα μέλη χώνονται στα βρύα

και αφώτιστη ηδονή βαθύ άνεμο φουσκώνει να φυσάει.

 

Αντίο, Νάρκισσε!... Θα πεθάνεις! Δες, το λυκόφως θάλλει.

Βογκά η καρδιά μου· η παρουσία μου σαν κύμα σκάζει πάλι,

ο αυλός, θαμμένος στο γαλάζιο μέσα, ορθώνεται και ψάλλει

τον πόνο του ηχηρού ποιμνίου που αποβόσκησε και πάει.

 

Μα στο θνητό το ψύχος, όπου τ’ άστρο ανάβει και όλο λάμπει,

προτού στο μνήμα το βραδύ η ομίχλη ξεχυθεί για νά ’μπει,

το αβρό φιλί έχε τούτο που νερά να δει μοιραία σκύβει.

 

Η ελπίδα μόνο αυτό το κρύσταλλο γνωρίζει να συντρίβει.

Με θέλγουν οι κυματισμοί, η αύρα που να εξοριστώ με παίρνει –

και της πνοής μου αυλός λεπτός εμψύχωση άφατη της φέρνει,

και αυτός που τον φυσά συγγνώμη και επιείκεια μού ’χει δείξει!...

 

Εξαφανίσου, φύγε πιά, ύπαρξη θολή και ταραγμένη!

Και στο φεγγάρι, χύσε εσύ, φλογέρα μοναχή, ό,τι μένει

από τ’ ασημωμένα δάκρυά μας, και δεν τό ’χεις ρίξει.

 

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 








 


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου