JORGE LUIS BORGES
ΜΙΛΟΝΓΚΑ ΤΟΥ ΑΛΒΟΡΝΟΣ
Τις μέρες τού έχουνε μετρήσει
και κάποιοι ξέρουν και την ώρα
και δεν υπάρχει ούτε βιασύνη,
μα και ούτε αναβολή πια τώρα.
Στην τσάρκα του ο Αλβορνός σφυρίζει
κάποια μιλόνγκα εντρερριάνα·
και το καπέλο του τού κρύβει
το πρωί απ’ τα μάτια του τα πλάνα:
το πρωί αυτής της μέρας του έτους
χίλια οκτακόσια ενενήντα·
και πέρα, κάτω, στο Ρετίρο
πια δεν μετρούν τις –άντα ή –ήντα
αγάπες του, ή χαρτοπαιξία
ώς το ξημέρωμα, ή καβγάδες
με τους γνωστούς και με τους ξένους
τους κούτσαβους και τους νταβάδες.
Από καιρό τον έχουν κόψει
για πονηρό και γι’ άντρα ντρέτο·
σε μια γωνιά, στον Νότο κάπου,
τον καρτεράει ένα στιλέτο –
όχι ένα, αλλά στιλέτα τρία,
λίγο προτού χαράξει η μέρα.
Του την επέσαν, ο άντρας όμως
δεν σκιάχτηκε από τη φοβέρα.
Κι αν λάμα τού ’μπηξαν στο στήθος,
εφάνηκε πως δεν πονούσε.
Ο Αλέχο πάει ο Αλβορνός, πεθαίνει,
ωσάν να μην τον αφορούσε.
Πολύ θα εγούσταρε –το νιώθω–
νά ’ξερε ότι η δικιά του η φήμη
εγίνηκε μιλόνγκα. Ο χρόνος
και λήθη είναι, αλλά και μνήμη.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου