JORGE LUIS BORGES
Σ’ ΕΝΑΝ ΕΛΑΣΣΟΝΑ ΠΟΙΗΤΗ ΤΟΥ 1899
Ν’ αφήνεις έναν στίχο για όποτε βαθιά πονούσες,
την ώρα που, τελειώνοντας η μέρα, μας προσμένει
και τ’ όνομά σου με του πόνου την ημέρα δένει –
χρυσή και τόσο αόριστη μια μέρα. Αυτό ποθούσες!
Και με τί πάθος, πάνω εκεί στο τέλειωμα της μέρας,
θα εδούλευες τον στίχο, την αλλόκοτη δομή του
πού –ωσότου ρθεί στο σύμπαν η τελεία διάλυσή του–
θα κρύβει της γαλάζιας και φριχτής στιγμής το τέρας!
Ποτέ σου αν το κατάφερες δεν ξέρω, εκεί που ’σαι,
κάποιε μεγάλε μου αδελφέ, ούτε αν έχεις καν υπάρξει·
αλλά όντας μόνος, θέλω η λήθη, που εν τέλει θα άρξει,
την πτητική στις μέρες σκιά σου να υποκαθιστούσε
σ’ αυτήν την κοπιώδη αράδα λέξεων: να πιάσει
να μπει όπου δύναται, κι ας ξέρει ότι έχει πια βραδιάσει.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου