GEORG TRAKL
ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ
Οσμή από σμύρνα να περιπλανιέται στο σκϊόφως,
θεατρικό έργο σε πλατείες έρημες και μαύρες.
Τρυπούν τα σύννεφα ηλιαχτίδες και κυλάνε λαύρες
σε μαγαζιά όπου ανακατεύονται όνειρα και ζόφος.
Ψοφίμια λάμπουνε στις λούμπες και οι άνεμοι με φόρα
και υπόκωφα, καμένων κήπων βάσανα ξυπνάνε.
Του ερέβους πράγματα δαιμονισμένοι κυνηγάνε·
κομψές δρυάδες ξαποσταίνουν στα παράθυρα ώρα.
Χαμόγελο αγορίσιο αποθυμιές καταβροχθίζει.
Κλειστή της εκκλησιάς η πόρτα, και κανείς δεν κρούει.
Καλά δασκαλεμένο αφτί σονάτες κρυφακούει.
Σε πάλλευκο άλογο ο καβαλάρης τριποδίζει.
Ψαχτά μες στο σκοτάδι πάει ο γέρος· θέλει κάτι –
λάγνο του χρήματος κουδούνισμα τον εχαιρέτα.
Φοράει φωτοστέφανο η κάθε πικολέτα
που μπρος απ’ το Καφέ αθώα-αθώα ψάχνει για πελάτη.
Χρυσή, ω, μια λάμψη και ξυπνά στων βιτρινών τα τζάμια!
Βουίζει ο ήλιος, θορυβεί μακρόθεν, ενθουσιαμένος
Χαμογελάει γραφιάς καμπούρης σαν παλαβωμένος
στου ορίζοντα τα πλάτη, απ’ των ορυμαγδών τη λάμια.
Το δείλι, μες στην καταιγίδα, κάρα πάνε αράδα.
Γκρεμίζεται μες στο σκοτάδι σκέλεθρο άδειο, κρύο.
Και στο κανάλι μπαίνει αργά και πάμφωτο ένα πλοίο.
Μικρή αραπίνα αναβοά στην άγρια πρασινάδα.
Διαβαίνουν υπνοβάτες μπρος από κερί αναμμένο,
με μιάν αράχνη ταξιδεύει του Κακού το πνεύμα.
Λοιμών εστία οινόφλυγες καλεί με κάποιο νεύμα.
Δρυών δασύλλιο στο γυμνό δωμάτιο – ξυλευμένο.
Μιας όπερας παλιάς το κτίριο νά ’ν’ ορθό ξαναείδες.
Ανείκαστων μασκών εσμός απ’ τα σοκάκια βγαίνει
και μες στον γνόφο πυρκαγιά ξεσπάει μανιασμένη.
Στριγκλίζουνε στο μουγκρητό του ανέμου οι νυχτερίδες.
Τετράγωνο άθλιο, βρομερό και κατατρομαγμένο.
Χρωματισμοί μαβιοί και ακόρντα προσπερνάνε ανάρια
τους λιμασμένους, να χωθούνε σε φριχτά κελάρια.
Σ’ ένα παγκάκι κάθεται παιδάκι πεθαμένο.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου