WILHELM HEINRICH WACKENRODER
(1773-1798)
ΤΟ ΘΑΥΜΑΣΙΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΚΑΠΟΙΟΥ
ΓΥΜΝΟΥ ΑΓΙΟΥ
ΟΠΩΣ ΤΟ ΛΕΝΕ ΣΤΗΝ
ΑΝΑΤΟΛΗ
Η
Ανατολή είναι όλων των θαυμαστών πραγμάτων η πατρίδα· στην αρχαιότητα και στην παιδικότητα
των εκεί διαμορφωμένων γνωμών και τρεφομένων απόψεων βρίσκουμε πάντα τα πλέον
παράδοξα αινίγματα και τους πιο αλλόκοτους υπαινιγμούς, που απασχολούν μέχρι
και σήμερα το μυαλό μας για να τα καταλάβει, να τα κατανοήσει, κι ας θεωρείται κατά
πολύ εξυπνότερό τους. Εκεί, λοιπόν, στις ερημιές της Ανατολής ζουν κάτι παράξενα
πλάσματα, που εμείς μπορεί να τα ονομάζουμε παράλογα, αλλά οι άνθρωποι εκεί τα
τιμούν ως όντα υπερφυσικά. Το ανατολικό πνεύμα θεωρεί τους εν λόγω γυμνούς Αγίους
ως θαυμαστούς φορείς ενός υψηλότερου Νου, που κατέβηκε από τα βασίλεια του στερεώματος
και περιπλανιέται στη γη έχοντας πάρει συνάμα μορφή ανθρώπινη, μόνο που δεν
ξέρει να χειρονομεί και να συμπεριφέρεται με τον τρόπο των ανθρώπων. Να πούμε
δε ακόμα ότι όλα τα πράγματα στον κόσμο είναι πια είτε έτσι είτε αλλιώς
αναλόγως πάντοτε του πώς τα βλέπουμε και τα εκτιμάμε εμείς· η ανθρώπινη
κατανόηση είναι ένα θαυμαστό βάμμα, που, αν αγγίξουμε με αυτό ό,τι υπάρχει, το μεταμορφώνει
και το κάνει να γίνεται όπως εμείς το θέλουμε.
Να
μην τα πολυλογούμε, ένας απ’ αυτούς τους γυμνούς Αγίους ζούσε ανάμεσα σε κάτι
βράχους, σε μιαν εντελώς απομακρυσμένη σπηλιά, μπροστά από την οποία κύλαγε το
νερό του ένα ποταμάκι. Κανείς δεν ήξερε πώς είχε φτάσει εκεί πέρα, τον είχανε
λέει απλώς δει πριν από κάτι χρόνια, κάποιο καραβάνι τον είχε ανακαλύψει, κι
από τότε κάθε τόσο φτάνανε προσκυνητές στο μοναχικό εκείνο μέρος, όπου έμενε ο
Άγιος.
Το
πλάσμα τούτο το θαυμαστό δεν έβρισκε ούτε νύχτα ούτε μέρα ησυχία, και όλο
νόμιζε ότι στη μονιά του μέσα άκουγε ακατάπαυστα να γυρίζει και να συρίζει και
να βουίζει στ’ αφτιά του ο τροχός του χρόνου. Από κείνο το βουητό… από κείνο το
μουγκρητό δεν μπόραγε να κάνει τίποτα, του ήταν αδύνατο να ξεκινήσει το
οτιδήποτε, και ο τεράστιος φόβος, που τον ταλαιπωρούσε και που συνεχώς και
αδιαλείπτως εμεγάλωνε, τον εμπόδιζε να δει και ν’ ακούσει και το παραμικρό
ακόμα, έτσι όπως γύρναγε και γύρναγε και ξαναγύρναγε με άγριο βουητό και με
σφυρίγματα καταιγίδας ο τρομερός τροχός, και φτάνανε εκείνοι οι αποτρόπαιοι
ήχοι ψηλά, πολύ ψηλά, ίσαμε τ’ αστέρια. Σαν καταρράχτης χιλίων και άλλων χιλίων
ακόμα ορμητικών ρευμάτων, που γκρεμίζονταν με μουγκρητά από τα ουράνια, και
γκρεμίζονταν αιώνια, αιώνια και δίχως ούτε την παραμικρή στιγμή ηρεμίας και
σίγασης, χωρίς καν τη στάση ενός και μόνον ενός δευτερολέπτου – έτσι αντηχούσε το παν στ’ αφτιά του, και
οι αισθήσεις του όλες προς τα εκεί είχανε στρέψει όση δύναμη είχανε, και ο
φόβος του, που, όπως είπαμε, συνεχώς και αδιαλείπτως εμεγάλωνε, στροβιλιζόταν
ολοένα περισσότερο στη δίνη της άγριας σύγχυσης, με αποτέλεσμα να μπλέκει και
να μπερδεύεται, κι εκτός του ότι γινότανε χίλια κομμάτια, έτσι όπως ήταν
μονίμως μπερδεμένος, εκείνοι οι μονότονοι ήχοι γίνονταν ολοένα και πιο άγριοι: δεν
μπορούσε ούτε στιγμή να ησυχάσει, και όλοι τον έβλεπαν μέρα νύχτα να κινείται,
να βρίσκεται σε ταραχή, συνεχώς να βιάζεται, να επείγεται και να μη βρίσκει
ηρεμία, να μοιάζει μ’ εκείνους τους ανθρώπους που μοχθούν να κάνουν έναν
τεράστιο τροχό να φέρει στροφές και να γυρίσει. Από τον διακεκομμένο του και
άγριο λόγο μάθαιναν όσοι τον άκουγαν ότι ένιωθε να τον παρασέρνει ο τροχός
μακριά, ότι στις λυσσαλέες και ακαριαίες στροφές του έπρεπε να επιστρατεύει
όλες τις δυνάμεις του σώματός του, και όχι για να βάλει τον χρόνο σε κίνδυνο,
απλώς για μια στιγμή και μόνο να τον σταματήσει, να ηρεμήσει. Όταν κάποιος
κάποτε τον ρώτησε τι κάνει, εκείνος έβγαλε με μια κραυγή και μ’ έναν σπασμό τις
λέξεις τούτες: Ω δύστυχα όντα! Μα δεν
ακούτε καθόλου τι βουή βγάζει ο τροχός του χρόνου; Κι έπειτα, αφού μίλησε, εγύρισε
πάλι στη δουλειά του, και μάλιστα με τόσο μεγαλύτερη ορμή τώρα, που ο ιδρώτας
του έτρεχε στη γη ποτάμι, και με κάτι παραμορφωμένες κινήσεις έβαλε το χέρι του
πάνω στην καρδιά του, που χτυπούσε λες κι ήθελε να νιώσει αν ο μέγας τροχός
λειτουργεί και πάει καλά στην αιώνια πορεία του. Εξοργίστηκε όταν είδε τους
προσκυνητές, που είχαν φτάσει ως εκείνον – ήσαν εντελώς ήρεμοι και τον
κοιτούσαν ή έκαναν βόλτες πέρα-δώθε συζητώντας μεταξύ τους. Έτρεμε από το μένος
του, και τους έδειξε την ακατάπαυστη περιστροφή του αιώνιου τροχού, το συνεχώς
μονότονο, μονότροπο μουγκρητό του χρόνου· έτριζε τα δόντια του, επειδή οι άλλοι
απ’ όλη τούτη τη λειτουργία, στην οποία και οι ίδιοι, άπαξ και είχαν μπει και
μπλεχτεί, συνέχιζαν να είναι μπλεγμένοι, δεν έβλεπαν και δεν ένιωθαν απολύτως τίποτα·
μα γλίστραγε μακριά τους, όποτε τον έφερναν σε σημείο να μανιάζει.
Αν
δεν ήθελαν να μπούνε σε κίνδυνο, δεν είχαν παρά να μιμούνται με ζωηράδα τις
σπασμωδικές του κινήσεις. Αλλά ακόμα πολύ αγριότερο και επικινδυνότερο γινόταν
το μένος του, όταν τό ’φερνε η περίσταση να γίνεται εκεί δίπλα του η
οποιαδήποτε σωματική εργασία, όταν φέρ’ ειπείν κάποιος, που ο ίδιος δεν τον
γνώριζε, μάζευε δίπλα απ’ τη σπηλιά του χόρτα ή πελέκαγε δέντρα. Τότε συνήθιζε
να γελάει με αγριότητα και να τον χλευάζει: πώς γινόταν, ενώ ο χρόνος συνέχιζε
να κυλάει απαίσια, να υπάρχουν άνθρωποι που είχανε το μυαλό τους κολλημένο σε
τέτοιες μικρές γήινες ενασχολήσεις;… σαν τίγρης έκανε τότε δίνοντας ένα σάλτο
απ’ τη σπηλιά του, κι αν κατάφερνε να τσακώσει τον δυστυχή άνθρωπο, τον ξάπλωνε
νεκρόν στο χώμα μ’ ένα και μόνο χτύπημα. Κατόπιν πήδαγε γρήγορα πίσω στη σπηλιά
του, και γύρναγε με ακόμα μεγαλύτερη σφοδρότητα, σε σύγκριση με πριν, τον τροχό
του χρόνου· συνέχιζε βέβαια να εξοργίζεται κι άλλο κι άλλο κι άλλο, και όλο
έλεγε κάτι σπασμένα και ακατάληπτα λόγια, πώς μπορούνε οι άνθρωποι να
ασχολούνται με διάφορα άλλα πράγματα και να προτιμούν να κάνουν πράγματα που στερούνται
ρυθμού. Δεν ήταν σε θέση να τεντώσει το μπράτσο του ή ν’ απλώσει το χέρι του
και να πιάσει κάτι, οτιδήποτε· δεν μπορούσε να κάνει ούτ’ ένα βήμα με τα πόδια,
όπως κάνουν όλοι οι άλλοι άνθρωποι. Ερεθισμός ανάκατος με φόβο έτρεχε μες στα
νεύρα του, αν προσπαθούσε για μια φορά και μόνο να διακόψει τον στρόβιλο και
όλη την παραζάλη. Καμιά φορά μονάχα του συνέβαινε, όταν η νύχτα ήτανε όμορφη
και το φεγγάρι κοντοστεκόταν μπρος στ’ άνοιγμα της σκοτεινής σπηλιάς του, να
σταματάει απότομα, να σωριάζεται στο έδαφος, να στριφογυρνάει και να
κλαψουρίζει από την απελπισία· αλλά ήτανε και φορές που έκλαιγε πικρά σαν
παιδί, γιατί το μουγκρητό του πανίσχυρου τροχού του χρόνου δεν τον άφηνε
καθόλου να κάνει κάτι εδώ στη γη, να ενεργήσει, να δράσει, να δημιουργήσει, να
φτιάξει κάτι. Τις φορές εκείνες αισθανόταν μια λαχτάρα να τον τρώει, μια
επιθυμία για άγνωστα ωραία πράγματα· προσπαθούσε τότε να σηκωθεί όρθιος, να φέρει
τα χέρια και τα πόδια του σε γλυκιά και γαλήνια κίνηση – πλην ματαίως! Ζητούσε
κάτι συγκεκριμένο, άγνωστο, κάτι που ήθελε να το καταλαβαίνει και από το οποίο
να εξαρτάται· ήθελε (είτε μέσα του είτε απ’ έξω) να σωθεί από τον
ίδιο του τον εαυτό – πλην ματαίως! Το κλάμα και η απελπισία του δεν
περιγράφονται, με ουρλιαχτά πήδαγε και ξανάπεφτε στο χώμα, συνέχεια και
συνέχεια, και γύρναγε ξανά στον τροχό του χρόνου που εμούγκριζε ακόμα
δυνατότερα, με βία. Αυτό που λέμε κράτησε χρόνια και χρόνια, ολημερίς και
ολονυχτίς χρόνια και χρόνια.
Κάποτε
όμως είχε πέσει μια υπέροχη καλοκαιριάτικη νύχτα με φεγγάρι ολόλαμπρο, και είχε
βρει τον Άγιο να κλαίει πεσμένος στο χώμα της σπηλιάς του και να παλεύει να
βγάλει άκρη με τα χέρια του. Η νύχτα ήτανε μαγευτική: στο βαθύ γλαυκό στερέωμα τρεμοστραφτάλιζαν
τ’ αστέρια σαν χρυσά στολίδια επάνω σε τεράστια προστατευτική ασπίδα, και το
φεγγάρι έχυνε από τις φωτεινές παρειές τής όψης του φως γλυκύτατο, στα νερά του
οποίου λουζότανε η γης η καταπράσινη. Τα δέντρα κρέμονταν με τους κορμούς τους στη
μαγική αχτίδα του φεγγαρόφωτου μοιάζοντας σύννεφα που κυματίζανε, και τα σπίτια
των ανθρώπων είχαν μεταμορφωθεί σε κάτι λίθινες σκοτεινές δομές και σε ανάκτορα
της αμφιλύκης με φαντάσματα για ενοίκους τους. Οι άνθρωποι, που πλέον δεν
τυφλώνονταν από τη λάμψη του ήλιου, κατοικούσαν (αυτοί μαζί με τα βλέμματά τους) το στερέωμα,
οι δε ψυχές τους καθρεφτίζονταν πανέμορφες στο ουράνιο φέγγος της
φεγγαρονυχτιάς.
Δύο
εραστές, που επιθυμούσαν να δοθούν ολοσχερώς στον θαυμασμό της νυχτερινής
μοναξιάς, μπήκαν ετούτη τη βραδιά που λέμε σε μια πανάλαφρη βαρκούλα και
κατέβηκαν το ποταμάκι που επέρναγε μπροστά από τη σπηλιά του Αγίου. Η
διαπεραστική λάμψη της σελήνης είχε τρυπήσει και φωτίσει ακόμα και την
μυχιότερη, τη σκοτεινότερη γωνιά της ψυχής των εραστών, την είχε λειώσει, κι
έτσι ακόμα και τα πιο ανάλαφρα αισθήματά τους είχανε κυλήσει και πηγαίνανε κι
αυτά ενωμένα και κυματιστά σαν ρεύμα, σαν ποτάμι που δεν έχει κοίτη. Απ’ τη βαρκούλα
ανέβαινε με κυματισμούς προς τα επάνω, προς τον ουράνιο θόλο, μια αιθέρια
μουσική, γλυκές κορνέτες κι ούτε κι εγώ ξέρω ποια άλλα μαγικά όργανα παίζανε,
και σέρνανε στα ύψη έναν κόσμο που κολύμπαγε σε φθόγγους μουσικούς και όπου με
των ηχοκυμάτων τα πέρα-δώθε και τα πάνω-κάτω ακουγόταν τούτο εδώ που θα σας πω
τώρα τραγούδι:
Γλυκά-γλυκά ρίγη γλιστράνε
με το ποτάμι στο λιβάδι·
του φεγγαριού οι αχτίδες θά ’ναι
μαζί μας στ’ όμορφο το βράδυ.
Πώς σπάν’ τα κύματα, αχ, πως
ψιθυρίζουν – όλος
δω κάτω καθρεφτίζεται ο
ουράνιος θόλος.
Στο σύμπαν, στο στερέωμα ο έρως
και κάτω αστραφτερή η παλίρροια·
τ’ αστέρια λάμπουν· κάθε μέρος
αγάπης φώτα ανάβει μύρια.
Γελούνε, γη, ουρανός, νερά – η φύση
πάσα,
και των αιθέρων μάς ριπίζει η
ανάσα.
Το σεληνόφως στα λουλούδια·
οι φοινικιές κοιμούνται τώρα·
στα δάση τα ιερά ηχούν
τραγούδια,
και η αγάπη είν’ ώριμη οπώρα.
Στον ύπνο ακούγονται της μουσικής
οι φθόγγοι·
με βάγια και λουλούδια
χαιρετούν οι λόγγοι.
Με
τον πρώτο κιόλας φθόγγο της μουσικής και του τραγουδιού εξαφανίστηκε από τον
γυμνό Άγιο ο τροχός του χρόνου και το μουγκρητό του. Ήσαν οι πρώτες-πρώτες
νότες που έπεφταν σε αυτήν εδώ την ερημιά· η άγνωστη λαχτάρα καταλάγιασε, τα
μάγια ελύθηκαν, ο περιπλανώμενος Νους ελευθερώθηκε και βγήκε έξω από το γήινο
τσόφλι του. Η μορφή του Αγίου εξαφανίστηκε, ένα σχήμα πνευματικό αγγελόμορφο
(και πλεγμένο με ίνες ελαφράς ευωδίας) αιωρείτο μπροστά απ’ το σπήλαιο, ύψωνε τα
κομψά του μπράτσα με λαχτάρα προς τα ουράνια, και ακολουθώντας τους ήχους της
μουσικής σηκώθηκε όρθιο από το έδαφος και με κίνηση χορευτική επάταγε διαδοχικά
όλα τα ύψη. Το σχήμα τούτο το νέο, το φωτεινό και αέρινο, ανέβαινε, όλο
ανέβαινε και πήγαινε ολοένα πιο ψηλά στους αιθέρες, καθώς το σπρώχνανε οι
ευνοϊκοί ήχοι των κορνετών και του τραγουδιού που σας είπα· – και πήγαινε
χορεύοντας εδώ κι εκεί, εχόρευε με χαρά ουράνια, μια εδώ και μια εκεί και μια
επάνω στ’ άσπρα σύννεφα, που αρμένιζαν στο διάστημα, και όλο ανέβαινε πιο ψηλά στον
ουρανό με τα χορευτικά του πόδια για να φτάσει στο τέλος να πετάει και να
στροβιλίζεται ανάμεσα στ’ αστέρια· και τότε ήχησαν όλα μαζί τ’ αστέρια, κι
έβγαλαν έναν ήχο φωτεινό και δυνατό και ουράνιο, που χύθηκε στους αιθέρες, κι
έτσι ο Νους εχάθη δια παντός στο στερέωμα μέσα το αχανές.
Καραβάνια
ταξιδιωτών έβλεπαν με έκπληξη και απορία το νυκτερινό ετούτο θαυμαστό
φαινόμενο, και οι εραστές αφέθηκαν να θωρούνε χαλαροί τον Νου της μουσικής και του
έρωτα.
Μετάφραση: Γιώργος
Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου