Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2020

ΚΑΜΝΤΕΝ, 1892



 

JORGE LUIS BORGES

 

 

ΚΑΜΝΤΕΝ, 1892

 

Η μυρουδιά από τον καφέ και τις εφημερίδες.

Της Κυριακής πρωί, και η συνακόλουθή του πλήξη,

και μάταιοι στίχοι αλληγορικοί έχουν καταλήξει

χώρο να πιάνουν κάμποσο μες στις επιφυλλίδες –

τί τύχη είχε ο συνάδελφός του! Ο γέρος τώρα πέφτει

στην κλίνη του, ξαπλώνει, κάτασπρος, στη φτωχική του

γωνίτσα που ’ναι η κατοικία του όλη. Τη δική του

βλέπει όψη να κοιτάζεται μες στον παλιό καθρέφτη.

Και σκέφτεται, χωρίν καν έκπληξη πια, πως τούτη η όψη

είναι ο ίδιος, ναι. Και αβέβαιο το χέρι, δίχως χρώμα,

τα ανάκατά του γένια πιάνει και το κούφιο στόμα.

Το τέλος του κοντεύει λέει η φωνή του – τό ’χει υπόψη:

Υπάρχω – δεν υπάρχω. Αλλά στους στίχους μου εσήμαν-

ε η ζωή το θαύμα της το μέγα. Ήμουν ο Ουώλτ Ουίτμαν.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 




 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου