JORGE LUIS BORGES
ΔΥΟ ΕΚΔΟΧΕΣ ΤΟΥ «RITTER, TOD UND TEUFEL»
I
Με το
χιμαιρικό του κράνος η εξοχότης
και με
άγριαν όψη, όμοια ακριβώς με το σπαθί του,
φρουρεί. Στα
γυμνωμένα δάση έχει μαζί του
μονάχα τ’
άλογό του ο άφοβος ιππότης.
Η σάρα, η
μάρα – αισχρή και ύπουλη σαν ύδρα
τον
τριγυρίζει: ο Διάβολος με μάτια ίδια
με
λαβυρίνθους που στεγάζουν μαύρα φίδια,
κι εκείνος ο
παλιόγερος με την κλεψύδρα.
Ιππότη
σιδερόφραχτε, όποιος βλέπει ξέρει
πως μήτε
ψέμα μήτε τρόμος θα σε φέρει
να φοβηθείς.
Στην ειμαρμένη σου αποκάτου
θα βρεις τις
διαταγές, τη βία. Είσαι γενναίος,
Αλαμανέ, και
δεν υποχωρείς, βεβαίως,
ποτέ ενώπιον
του Διαβόλου ή του Θανάτου.
II
Οι δρόμοι
είναι δύο. Ο ένας είναι του ανθρώπου
από σίδερο
και υπερηφάνεια που καλπάζει,
με πίστη
ακράδαντη, μες στο ανεξιχνίαστο δάσος
του κόσμου,
μες στις λοιδορίες και τον χορό
τον ακίνητο
του Διαβόλου και του Θανάτου,
και ο άλλος
είναι ο δικός μου, ο σύντομος. Σε ποιά
σβησμένη
νύχτα ή σε ποιό αρχαίο πρωί ανακάλυψαν
τα μάτια μου
την αφάνταστη εποποιία,
το απέθαντο
όνειρο του Ντύρερ,
τον ήρωα και
τη σάρα και τη μάρα των ίσκιων του
που με
γυρεύουν, με παραφυλάνε και με ανταμώνουν;
Εμένα όμως,
και όχι τον παλαδίνο ιππότη, ψάχνει νά ’βρει
ο παλιόγερος
εκείνος που ’χει στεφάνι στο κεφάλι του
κουλουριασμένα
φίδια. Και η απαράγραπτη κλεψύδρα
τώρα τον
χρόνο μου μετράει, όχι τον δικό του τον αιώνιο.
Εγώ θα γίνω
στάχτη και σκοτάδι·
εγώ, που
ξεκίνησα ύστερα, θα έχω φτάσει
στο θνητό
μου τέρμα· εσύ, που δεν υπάρχεις,
εσύ, ιππότη
του δίκαιου σπαθιού
και του
άκαμπτου δάσους, θα είσαι το βήμα το δικό σου
και θα
τραβάς τον δρόμο σου όσο θα υπάρχουν άνθρωποι.
Ατρόμητος
στη φαντασία και στην αιωνιότητα μέσα.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου