ΓΙΩΡΓΟΣ
ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΠΕΡΙΠΟΥ
ΟΠΩΣ ΤΑ ΕΙΠΕ Ο «ΤΟΙΧΟΚΟΛΛΗΤΗΣ» ΤΟΥ ΡΙΤΣΟΥ
Χρυσόψαρα
πουλιά αλυχτούν στη γυάλα. Η Ελένη
σηκώνεται
απ’ τον καναπέ έχοντας το κάλλος
αχτένιστο·
παραμερίζει σαστισμένη
την
πορφυρή κουρτίνα, όπου πίσω ένας άλλος
εαυτός
της παραμόνευε. Τη σπασμένη
λευκότητα
της αίθουσας εκεί, της άλλως
βασιλικής,
τη μόλυνε η συντετμημένη
εμφάνιση
ενός αρουραίου, μα και ο σάλος
από
των κρεβατιών τις σούστες: τον θυμόταν
ότι
την επεσκέπτετο συχνά – πάντα, όταν
των
ασπασμών τα κουδουνίσματα και η πάλη
των
ηδονών ψοφούσαν στα στενά του χρόνου.
Χρυσά
κουμπιά και μι’ άγκυρα σε αφίσα – ω, πάλι
της
μπήγουνε στον νου την ομορφιά του πόνου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου