Δευτέρα 29 Ιουλίου 2019

ΜΙΚΡΟ ΜΑΘΗΜΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ



ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ


ΜΙΚΡΟ ΜΑΘΗΜΑ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ
(με τη βοήθεια του Διονυσίου Σολωμού)

Η ιταλική πρόταση «il cielo simbruna» όχι μόνο είναι κατανοητή, αλλά και εύκολα χρησιμοποιήσιμη στην καθημερινή ομιλία από κάθε Ιταλό. Στα ελληνικά σημαίνει «ο ουρανός μαυρίζει». Ακόμα δε και αν απαντάται ως στίχος του Μεταστάσιου, η σημασία της δεν ξεφεύγει από το πλαίσιο του συνήθους δημόσιου λαϊκού λόγου· απλώς δένει ποιητικά με τους υπόλοιπους στίχους της σχετικής άριας από το λιμπρέτο «Αρταξέρξης», που έγραψε ο Μεταστάσιος για την ομώνυμη όπερα του ναπολιτάνου συνθέτη Λεονάρντο Βίντσι. Ο Διονύσιος Σολωμός μετέφρασε τον στίχο αυτό, που υπενθυμίζω ότι σημαίνει «ο ουρανός μαυρίζει», ως «η γλαυκότη του αιθέρος μαυρίζει». Μόνο κοινό σημείο μεταξύ του συνήθους λόγου και του σολωμικού μεταφράσματος είναι το ρήμα «μαυρίζει», ενώ ο ιταλικός ουρανός –το «il cielo»– γίνεται στα ελληνικά «η γλαυκότη του αιθέρος». Ηλίου φαεινότερον ότι ο Σολωμός εδώ αυθαιρετεί, και δη πολλαχώς! Πιάνει τον ιταλικό «ουρανό» και τον κόβει στα δύο: μόριο πρώτο «η γλαυκότη», και μόριο δεύτερο «του αιθέρος». Και αφού γράφει «του αιθέρος», γιατί προτιμάει να γράψει «η γλαυκότη» και όχι «η γλαυκότης», αφού (ούτως ή άλλως) η προσθήκη του τελικού σίγμα δεν θα πείραζε καθόλου το μέτρο; – ακούγεται να ρωτάει (και μάλλον ευλόγως) ένας κανονικός ακροατής. Υπάρχουν απαντήσεις, και μάλιστα πολλές. Θα πω δύο: την πιο πρόχειρη και την κατά τη γνώμη μου ορθή. Η πιο πρόχειρη, αλλά καθόλου ανακριβής, και παρά ταύτα όχι κρίσιμη, είναι αυτή που εστιάζει στην «ευφωνία»… στην «ευστομία», όπως θα έλεγε ο Πλάτων. «Η γλαυκότης του αιθέρος» θα ήταν στίχος μετρικώς άμεμπτος μεν, αλλά δυσπρόφερτος· διαβάζεται μεν, αλλά δεν απαγγέλλεται! Κολλάει η γλώσσα και αναγκάζεται να προβεί σε τομή στοιχείων που κατά την απαγγελία κανονικά όχι μόνο δεν τέμνονται, αλλά και απαγορεύεται να τέμνονται. Δεν είναι άλλο το «η γλαυκότης» και άλλο το «του αιθέρος». Είναι όλον: «η γλαυκότης του αιθέρος», και είναι δυσπρόφερτο. Και είναι δυσπρόφερτο και, άρα, μη ποιητικό, επειδή λογιωτατίζει… – θυμίζει τον Ραγκαβή και τους αδελφούς Σούτσους.
Ουαί, όμως, και αλίμονο, αν ο γίγας Σολωμός έμενε σε τέτοια. Δεν θα ήταν ο Σολωμός! (Έχουμε ήδη περάσει στην κατά τη γνώμη μου ορθή απάντηση.) Όταν ο Σολωμός συνδυάζει το αυθαιρέτως δημοτικίζον «η γλαυκότη» με το αρχαιοπρεπές «του αιθέρος», δεν κάνει τίποτε άλλο από αυτό που από τη στιγμή της λυρικής ωριμότητάς του και εντεύθεν έθεσε ως ύπατο ποιητικό σκοπό του: να παγιώσει τον λυρικό λόγο του in modo misto genuino, δηλαδή να πραγματώσει την εγελιανής κοπής σύνθεση μεταξύ κλασικού και ρομαντικού σε είδος μιχτό, αλλά νόμιμο. Και εδώ –αλλά και αλλού– το επιτυγχάνει πολλαχώς. (Εξ άλλο κατά τον Παρμενίδη τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται, και ο Σολωμός το ξέρει.) Εδώ με αυθαίρετη μείξη δημοτικών και λόγιων στοιχείων, αλλά και με τη διαίρεση του πράγματος «ουρανός» σε ιδιότητα χρώματος ( : «η γλαυκότη») και σε ποιότητα ύλης ( : «του αιθέρος»). Έτσι ο ιταλικός «cielo» είναι στα ελληνικά η ιδιότητα του σιέλ χρώματος που έχει ο αιθέρας και που σιγά-σιγά «simbruna», δηλαδή «μαυρίζει». Στο σολωμικό μετάφρασμα δεν μαυρίζει γενικώς ο ουρανός, αλλά ειδικώς και κατ’ ακρίβειαν η γλαυκότητα του αιθέρος. Και εκεί που τα ιταλικά ξανάλεγαν έστω και ποιητικώς μια γνωστότατη παγιωμένη μεταφορά, ο Σολωμός φέρνει στο ποιητικό προσκήνιο μια πρωτότυπη και νεότευκτη μεταφορά, και δη μέσω μετωνυμίας: «η γλαυκότη του αιθέρος μαυρίζει».
Και όπου μας βρίσκει, αδελφοί μου και αδελφές μου, το κακό (ακόμα και αυτό που εκπορεύεται από τους ποικιλώνυμους μεταφρασιολόγους), όχι μόνο να μνημονεύουμε –καταπώς μας συμβουλεύει ο Ελύτης– τον Σολωμό, αλλά και να τον ακούμε. Ο δε έχων ώτα ακούειν ακουέτω.
Χάριν της πληρότητας ακολουθούν όλο το ιταλικό πρωτότυπο και το σολωμικό μετάφρασμα:

PIETRO METASTASIO

ARIA DI ARBACE

Vo solcando un mar crudele
Senza vele e senza sarte;
Freme l'onda, il ciel s'imbruna,
Cresce il vento e manca l'arte
E il voler della fortuna
Son costretto a seguitar.
Infelice in questo stato
Son da tutti abbandonato;
Meco sola è l'innocenza
Che mi porta a naufragar.

***************************

Η ΑΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΒΑΚΗ

Σε σκληρότατη θάλασσα τρέχω,
Και πανάκι και ξάρτι δεν έχω,
Και το πέλαο μουγκρίζει φριχτά.

Η γλαυκότη του αιθέρος μαυρίζει,
Η φωνή των ανέμων σφουρίζει,
Λείπει η τέχνη και δεν με βοηθά.

Μέ τον άθλιον η τύχη με παίρνει,
Κι όθε θέλει η προδότρα με σέρνει,
Καθώς φεύγει, και δε με κοιτά.

Η αθωότη μ’ απόμεινε μόνη,
Την αισθάνομαι μέσα στα στήθια,
Αλλ’ αντί να μου φέρει βοήθεια,
Με συντρίβει, με πνίγει σκληρά.


Αλλά επειδή είπαμε πολλά, ας ακούσουμε ε δ ώ αμέσως την άρια του Αρβάκη από το «Αρταξέρξη» του Βίντσι – αυτήν που μετέφρασε ο Σολωμός στη γλώσσα μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου