ΓΙΩΡΓΟΣ
ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΟΛΒΟΣ
ΑΦΘΟΝΟΣ ΔΩΚΕΚΑΦΘΟΓΓΟΣ
(Αισχύλος,
«Αγαμέμνων», σττ. 36-37, 321-322 και 456-474)
Στου
Φύλακα μπορεί να κάθεται τη γλώσσα
μεγάλο
βόδι, και τους φθόγγους να σιγάζει·
και
η Κλυταιμήστρα ξέρει –λέει– να διαβάζει
πως
λάδι-ξίδι έχθρα τρέφουνε βοώσα.
Γερόντια
δώδεκα είμαστε – Χορός. Και, ω, πόσα
κακά
μαντάτα νιώθω η τύχη μού ετοιμάζει,
σαν
μένει ο λαός βουβός… Και καρτερώ. Και μοιάζει η
χαρά
της νίκης νά ’ναι των ολέθρων κλώσα.
Το
μάτι των θεών δεν χάνει τους φονιάδες,
και
βασιλείς ας είναι· ούτε η αδικία
ποτέ
ξεχνά· τη δόξα που φωτίζουν δάδες
εκνόμων
δεν τη θέλει. –
Δώστε μου ευτυχία,
θεοί,
δίχως φθόνο, δίχως πόλεων κατακτήσεις.
Απ’
την ανάποδη είναι υπόδουλος επίσης
κι ο νικητής – καλά το ξέρω, το πιστεύω.
Κι ούτε Ερινύες ούτε κεραυνούς γυρεύω…
Αφιερώνεται στους
αδελφούς Σταθάκη, Γιώργος και Αντώνη, φίλους καλούς παιδιόθεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου