RENÉ CHAR
ΚΑΛΕΙ
Ο ΚΑΘΕΙΣ, ΟΙ ΠΑΝΤΕΣ
– Θα έλθω κι εγώ; Θα έλθω κι εγώ;
– Μα ναι! Μα ναι!
Το απριλιανό το μαϊστράλι
πόνους σού φέρνει και σκοτούρες όσο κανένας άλλος βόρειος άνεμος. Δεν εκμηδενίζει, απλώς θλίβει και παρηγορεί συνάμα. Σε μεγάλες-μεγάλες στρώσεις, και πάνω στο θέριεμα των φυλλωμάτων, έχει
κιόλας της ζωής τσαλακωθεί η τρυφερή εμφάνιση. Άνεμος
σκληρός, ωμός, ελεημοσύνη της άνοιξης. Το αηδόνι
κελάηδησε το τραγούδι του ερχομού της κι έπειτα εβουβάθηκε. Μα πόσα και πόσα χτυπήματα έπληξαν τη νύχτα! Ειρήνη. Κι αμέσως μετά φτερακάει η κουκουβάγια μέσ’ από
της μαύρης μουριάς τα σπλάχνα. Για τους Μάγια είναι ο θεός του θανάτου,
κι έχει τους σπονδύλους της εμφανείς· εδώ δίπλα: της Αθηνάς η αρπάχτρα, η απαγωγέας·
και στα δικά μου μάτια, η κυρία Γλαυκώπις, η σύμμαχος. Αυτή με καλεί, εγώ την
ακούω· εγώ την ανακαλώ, αυτή με γρικάει. Που και που αλλάζουμε τις όψεις μας,
αλλά κι έτσι αναγνωριζόμαστε εύκολα στο ραντεβού μας το άνευ μουσικής, καθόσον
οι θωπείες μας κανένα απολύτως δεν παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Φτωχοί εγκάτοικοι
του πύργου της έριδος, γείτονες του πουλιού που καταπίνει λόγια! Νύχτα με σώμα
δίχως μήλο (κατ’ άλλους δίχως κόκαλο), μόνο σ’ εσένα πια αξίζει η αθώωση.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου