PAUL VALÉRY
ΣΤΟ
ΔΑΣΟΣ ΤΟΥ ΥΠΝΟΥ
Σε
ανάκτορο η πριγκίπισσα έχει γείρει από ανέγγιχτου ρόδου
πνοές,
κι ο θρος και το φλιφλί ίσκιων κινουμένων την κοιμίζουν·
και
λόγο κοραλλένιο ξανασαίνει, οσάκις εξ εφόδου
πουλιά
χαμένα τα χρυσά της δαχτυλίδια τής ραμφίζουν.
Τις
στάλες δεν ακούει που όλο πέφτουν-πέφτουν για να φέρουν
τα
λείψανα από αιώνες άδειους – θησαυρούς που δεν του πιάνει
στο
δάσος το άστατο: λειωμένος άνεμος αυλών, που ξέρουν
το
μέλος, σκίζει τη βουή της φράσης που λαλεί η βυκάνη.
Ω,
για ώρες νά ’σαι, ω, για ώρες σε αντιλάλων μέσα πλημμυρίδα·
κι
ενώ θα μεγαλώνεις, τρυφερή να μοιάζεις κληματίδα
που
αιωρείται στα θαμμένα μάτια σου ως ρυθμός γαλάζιος θάλλων!
Το
ρόδο σιγανοπατεί, κοντά σου συνεχώς ζυγώνει,
μα
δεν χαλάει το χάρμα αυτών των διπλωμένων σου πετάλων
και
την ολόδροση όψη σου καν ούτε αχτίδα δεν λερώνει.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου