Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2019

ΑΠΟΛΙΣ, Α



ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ


ΑΠΟΛΙΣ, Α

Άρτι αφιχθείς στα ΚΤΕΛ της Λιοσίων
τον Ελευθέριο, λέω, τον Πούλιο
απ’ ένα στενό να πατάει πόδι επί της Πατησίων
είδα.
Ανέμισε η καρδούλα μου:
υπερήφανα λουσμένη
η λευκή γενειάδα
να καλύπτει ολόκληρο το στήθος.
Παίζοντας λοιπόν,
με το Πι και το Λάμδα
παρ’ ότι η λεπίδα έμπαινε βαθιά στα σπλάχνα
πέριξ της Ομονοίας
ανέκραξα περιχαρής: «Υπάρχει ελπίς!
Παστάκα κατέβα απ’ το ταξί
και πήδα».
Ένα τσούρμο απόλιδες
να μ’ ακολουθούν κατά βήμα
εμένα που με έπαιρναν κάποτε
στο κατόπι επίδοξοι ποιητές
γαμπροί και μισθοφόροι,
να μην αντιλαμβάνεται κανείς
τι φώναζα περιχαρής,
ο ένας πάνω στον άλλο
να επαιτούμε τον έπαινο του Δήμου
άπατρεις κι απόλιδες
πρόσφυγες και παππούδες.
Εγκαταλειμμένα αυτοκίνητα
στη μέση του δρόμου, οι πόρτες
ανοιχτές. Ανοιχτές οι πόρτες
των νεκρών φίλων. Ανοικτά
καταστήματα λεηλατημένα.
Ξεχαρβαλωμένες πόρτες.
Διαμερίσματα άδεια.
Άδειασε η πόλη από φίλους.
Αμύρωτα τα κορμιά τους περισσεύουν
στην αγάπη μου.
Ποιος θα πλύνει τα πόδια τους
αναρωτιέμαι. Τι απέγιναν;
Απέσπασαν την εύφημο μνεία;
Τον έπαινο του Δήμου;
Τις περγαμηνές;
Την πλαστική λεκάνη
για το ποδόλουτρο;
Έπιασα την Ασκληπιού

Αμνησίκακος.



Από το βιβλίο: Σωτήρης Παστάκας, «Σώμα δια τριβής. Επιλεγμένα ποιήματα 1981-2018, Εκδόσεις Ρώμη, Θεσσαλονίκη  2018, σελ. 163 επ.






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου