ΓΙΩΡΓΟΣ
ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΛΙΒΕΡΤΑΔ
ΒΙΓΟΤΟΝ Τ’ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ
Στους
κήπους του κενού εξασκούνται καταρράκτες
και
δάχτυλα έρπουν όπως στις σπηλιές τα φώτα
ενός
υπόγειου εργοστασίου με τη ρότα
που
ορέχτηκαν των άστρων οι παραχαράκτες.
Τα
μάτια της εκεί, συνειδητοί διατάκτες
αποήχων
και εκμαγείων σε μετέωρη νότα
επάνω,
αποδεσμεύουν όσα γεγονότα
με
ολόισιους ίσκιους στράβωσαν λοξοί χαράκτες.
Μισάνοιχτα
τη νύχτα μένουν και κοιτάνε
καιρούς,
κεριά και απόχες, μα όχι με ό,τι νά ’ναι,
αλλά
με δαγκωνιές και κύμβαλα και μέντες,
και
υψώνεται κι Εκείνη θαυμαστώς και αψόγως,
κι
ο κεραυνός την οιακίζει ωσάν πουνέντες
αγέρωχος
σαν ορθοτομημένος λόγος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου