JUAN CUNHA
ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΛΑΤΗ ΜΟΥ
Αυτός που υπήρξα εγώ γυρνάει κλαίγοντας, και δεν υπάρχει τρόπος
Να μερέψει ο μοναχικός του πόνος.
Αυτός που υπήρξα εγώ γυρνάει κλαίγοντας: είναι παιδί, απλώς ένα παιδί
Που δεν αντέχει τ’ απογεύματα.
Θα τού ’λεγα να σηκωθεί να φύγει,
Ότι δεν έχω πια στην κατοχή μου τις ιχνογραφίες εκείνες
Με τα τοπία, όπου έφεγγε το φως του δειλινού ακόμα κάπως·
Από εκεί περνούσε άγγελος με φωτοστέφανο
Μα εγώ δεν έχω πλέον το κουράγιο να επιστρέψω.
Το παιδί με ακουμπάει στον ώμο, και σταματάει
Σαστισμένο: δεν καταλαβαίνει, και κλαίει κι άλλο.
Η όψη που μου δείχνει με καλεί νά ’μαστε αντιμέτωποι.
Και μένει εκεί. Και υποτροπιάζει. Και σωπαίνει και πάλι.
(Το φως στο τέλος τρεμοπαίζει· τ’ αεράκι σηκώνεται· κάτι εκεί ριγεί.)
Και δεν είναι τίποτα παραπάνω από ’να παιδάκι ανυπεράσπιστο
Και μόνο, που δεν αντέχει τ’ απογεύματα.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου