Κυριακή 10 Ιουλίου 2022

Η ΠΟΡΤΑ

 


PABLO NERUDA

 

Η ΠΟΡΤΑ

 

Πόσο μὰ πόσο κρατάει αὐτὸς ὁ αἰώνας!

 

Ρωτᾶμε:

Πότε θὰ πέσει; Πότε θὰ φάει τὰ μοῦτρα του

στὸ συμπαγές; στὸ κενό;

Στὴ λατρεμένη ἐπανάσταση;

Ἢ στὸ ὁριστικὸ

πατριαρχικὸ ψεῦδος;

Τὸ βέβαιο πάντως εἶναι

ὅτι δὲν τὸν ἐζήσαμε τόσο

ὅσο θὰ θέλαμε νὰ τόνε ζήσουμε.

 

Ἀνέκαθεν ψυχομαχοῦσε·

ἀνέκαθεν ἦταν ὁσονούπω νὰ πεθάνει·

ξημέρωνε μὲ φῶς καὶ τὴ νύχτα ἤτανε αἷμα·

ἔβρεχε τὸ πρωί, τὸ σούρουπο ἔκλαιγε.

 

Οἱ νεόνυμφοι ἀνακάλυψαν

ὅτι ἡ γαμήλια τούρτα εἶχε πληγὲς

σὰν ἐγχείριση σκωληκοειδίτιδος.

 

Ἄνθρωποι διαστημικοὶ ἀνέβαιναν

μιὰ πύρινη σκάλα

καὶ ὅταν πιὰ ἀκουμπήσαμε

τῆς ἀλήθειας τὰ πόδια,

ἐκείνη εἶχε φύγει γι᾽ ἄλλον πλανήτη.

 

Κι ἐμεῖς κοιτάζαμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον μὲ μίσος·

πιὸ σοβαροὶ οἱ καπιταλιστὲς δὲν ἤξεραν τί νὰ κάνουνε·

ἦσαν κουρασμένοι μὲ τὸ χρῆμα,

ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἤτανε τὸ χρῆμα κουρασμένο,

κι ἔτσι ἔφευγαν τ᾽ ἀεροπλάνα ἄδεια,

καὶ δὲν εἶχαν ἔλθει ἀκόμα οἱ καινούργιοι ἐπιβάτες.

 

Στὴν ἀναμονὴ βρισκόμασταν ὅλοι

ὅπως γίνεται στοὺς σταθμοὺς τὶς χειμωνιάτικες νύχτες·

περιμέναμε τὴν εἰρήνη

κι ἐρχόταν ὁ πόλεμος.

 

Κανεὶς δὲν ἤθελε νὰ πεῖ τίποτα· οἱ πάντες

φοβοῦνταν μὴν τυχὸν δεσμευθοῦν μὲ ὑποσχέσεις·

στοὺς ἀνθρώπους βάθαινε, ἀπ᾽ τὸν ἕναν στὸν ἄλλον, ἡ ἀπόσταση,

οἱ δὲ γλῶσσες ἔγιναν τόσο διαφορετικές,

ποὺ τὸ πράγμα κατέληξε ἢ νὰ σωπαίνουν ὅλοι

ἢ νὰ μιλᾶνε ὅλοι μαζί.

 

Μόνο τὰ σκυλιὰ συνέχισαν τὸ γάβγισμά τους

μὲς στὴν ἄγρια νύχτα τῶν φτωχῶν λαῶν.

Καὶ ὁ μισὸς αἰώνας ἐγίνηκε σιωπή·

κι ὁ ἄλλος μισὸς ἦταν οἱ σκύλοι ποὺ γάβγιζαν

μέσα στὴν ἄγρια νύχτα.

 

Τὸ πικρὸ τὸ δόντι δὲν ἔλεγε νὰ πέσει.

 

Νὰ μᾶς πονάει συνέχιζε.

 

Μᾶς ἄνοιγε μιὰ πόρτα, μᾶς ἀκολουθοῦσε

μὲ οὐρὰ χρυσοῦ κομήτη,

μᾶς ἔκλεινε ἄλλη πόρτα, μᾶς κοπάναγε

στὴν κοιλιὰ μὲ κοντάκι ὅπλου,

μᾶς ἐλευθέρωνε ἕναν φυλακισμένο καὶ ὅταν

τὸν σηκώναμε ψηλὰ στοὺς ὤμους μας,

τὰ μπουντρούμια χαύανε ἕνα ἑκατομμύριο,

ἐνῶ ἄλλο ἕνα ἑκατομμύριο ἐτράβαγε στὴν ἐξορία,

κι ἔπειτα ἄλλο ἕνα ἑκατομμύριο ἔμπαινε στὸν φοῦρνο

καὶ γινότανε στάχτη.

 

Ἐγὼ εἶμαι στὴν πόρτα μονίμως ὑπ᾽ ἀτμὸν

καὶ παραλαμβάνω αὐτοὺς ποὺ φτάνουν.

 

Ὅταν ἔπεσε ἡ Βόμβα

(ἄνθρωποι, ἔντομα, ψάρια — τὰ πάντα κάρβουνο)

σκεφτήκαμε νὰ πάρουμε τὰ μπογαλάκια μας

καὶ νὰ τοῦ δίνουμε,

ν᾽ ἀλλάξουμε ἄστρο καὶ φυλή.

Ἄλογα θέλαμε νὰ γίνουμε, ἄλογα, ἀθῶα ἄλογα.

Νὰ φύγουμε ἀπὸ ᾽δῶ θελήσαμε.

Μακριὰ ἀπὸ ᾽δῶ, πολὺ μακριὰ.

 

Ὄχι μόνο λόγῳ τοῦ ἀφανισμοῦ,

δὲν ἐπρόκειτο μόνο γιὰ τὸν θάνατο

(ὁ φόβος ὑπῆρξε ὁ ἄρτος ἡμῶν ὁ ἐπιούσιος),

ἀλλὰ ἦταν ποὺ δὲν μπορούσαμε νὰ περπατᾶμε ἄλλο

μὲ δύο πόδια. Ἦταν βαριὰ τούτ᾽ ἡ ντροπή

νὰ εἴμαστε

τὸ ἴδιο ἄνθρωποι

καὶ ὁ ξεπαστρευτὴς καὶ ὁ ἀπανθρακωμένος.

 

Καὶ πάλι, καὶ ξανά, καὶ πάλι.

Καὶ ἴσαμε πότε τοῦτο τὸ πάλι καὶ ξανά;

 

Ἔμοιαζε ἤδη πεντακάθαρη ἡ αὐγὴ

μὲ τόση λήθη ποὺ τὴν εἴχαμε καθαρίσει,

ὅταν μὲ σκοτωμοὺς ἐδῶ καὶ σκοτωμοὺς ἐκεῖ

ἀσυναίσθητα συνέχιζαν

οἱ χῶρες

νὰ παράγουν ἀπειλὲς καὶ νὰ τὶς ἀποθηκεύουν

στοῦ θανάτου μέσα τὸ κελάρι.

 

Ναί, ἐλύθη τὸ θέμα, εὐχαριστοῦμε:

μᾶς ἀπομένει ἡ ἐλπίδα.

 

Γι᾽ αὐτὸ κι ἐγώ, στὴν πόρτα, περιμένω

αὐτοὺς ποὺ φτάνουν σ᾽ αὐτὸ ἐδῶ τὸ τέλος τῆς γιορτῆς,

σὲ τούτη ᾽δῶ τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου,

 

Μπαίνω κι ἐγὼ μαζί τους κι ἂς γίνει ὅ,τι γίνει.

 

Πάω μὲ ὅσους φεύγουνε

καὶ ἐπιστρέφω.

 

Χρέος μου ἔχω νὰ ζῶ, νὰ πεθαίνω, νὰ ζῶ.

 

Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.

 






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου