OLIVERIO GIRONDO
ΝΥΚΤΕΡΙΝΟ
Δροσιὰ τῶν τζαμιῶν μὲ τὸ ποὺ θ᾽ ἀκουμπήσουμε τὸ μέτωπό μας στὸ παράθυρο. Φῶτα ξενυχτισμένα πού, ὅταν σβήνουν, μᾶς ἀφήνουν ἀκόμα πιὸ μόνους. Ἱστὸς ἀράχνης ποὺ τὸν ὑφαίνουν τὰ σύρματα πάνω ἀπ᾽ τὶς ταράτσες. Κούφιος τροχασμὸς κάτι ψωράλογων ποὺ περνᾶνε προκαλώντας μας συγκίνηση ἔτσι, ἄνευ ἀποχρῶντος λόγου.
Τί μᾶς θυμίζει τὸ οὐρλιαχτὸ τῶν γάτων σὲ οἶστρο, καὶ ποιά θὰ εἶναι τῶν χαρτιῶν ἡ πρόθεση ποὺ σέρνονται στὶς ἄδειες μεσαυλές;
Τὴν ὥρα ποὺ τὰ παλιοέπιπλα ἐπωφελοῦνται γιὰ νὰ ξεφορτωθοῦν τὰ ψέματα, καὶ οἱ σωληνώσεις διοχετεύουν κραυγὲς στραγγαλισμένες, λὲς καὶ ἀσφυκτιοῦν μέσα στοὺς τοίχους.
Καμιὰ φορά, γυρνώντας τὸν διακόπτη τοῦ ἠλεκτρικοῦ, σκεφτόμαστε τὴν τρομάρα ποὺ θὰ νιώσουν οἱ ἴσκιοι, καὶ θὰ θέλαμε νὰ τοὺς προειδοποιήσουμε νὰ προλάβουν νὰ τρέξουν νὰ κουλουριαστοῦνε στὶς γωνίες. Καί, πάλι, καμιὰ φορὰ οἱ σταυροὶ τῶν τηλεφωνικῶν στύλων, πάνω ἀπὸ τὶς ταράτσες, ἔχουν κάτι τὸ ἀπόκοσμο πού, ἂν τὸ νιώσεις, θέλεις νὰ περπατήσεις κολλητὰ στὸν τοῖχο, σὰν νά ᾽σαι ἢ γάτος ἢ διαρρήκτης.
Νύχτες ποὺ θὰ ποθούσαμε νὰ μᾶς χαϊδέψουν ἁπαλὰ στὴν πλάτη καὶ ποὺ ἐντελῶς ξαφνικὰ καταλαβαίνουμε ὅτι δὲν ὑπάρχει τρυφερότητα νὰ συγκρίνεται μὲ τὸ χάιδεμα κάποιου πράγματος ποὺ κοιμᾶται.
Ἡσυχία! —Τριζόνι ἀφωνικὸ ποὺ χώνεται στ᾽ ἀφτί μας—. Τραγούδι ποὺ λένε βρύσες ποὺ στάζουν!— Τὸ μοναδικὸ τριζόνι ποὺ ταιριάζει στὴν πόλη—.
Μπουένος Ἄιρες, Νοέμβριος 1921
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου