PABLO NERUDA
ΑΣΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΠΟΛΙΒΑΡ
Πάτερ ημών, που είσαι στο χώμα, στο νερό, στον αέρα,
σε όλο το σιωπηλό γεωγραφικό μας πλάτος,
τα πάντα στο δικό μας σπίτι, πάτερ, φέρουν τ’ όνομά σου:
το ζαχαροκάλαμο σηκώνει το επώνυμο σου κάνοντάς το γλύκα,
το καλάι μπολιβάρ έχει λάμψη μπολιβάρ,
και το πουλί μπολιβάρ πετάει πάνω από το ηφαίστειο μπολιβάρ,
η πατάτα, το νίτρο, οι ξεχωριστές σκιάσεις,
τα ρεύματα, οι φλέβες των φωσφοριζόντων λίθων – όλα:
ό,τι είναι δικό μας από τη ζωή σου βγαίνει τη σβησμένη·
η κληρονομία σου ήταν ποτάμια, λιβάδια, κωδωνοστάσια·
η κληρονομιά σου, πάτερ, ο άρτος ημών ο επιούσιος είναι.
Το μικρό σου λείψανο, λείψανο αρχηγού γενναίου,
η μεταλλική μορφή σου απλώθηκε ολόκληρη στο άπειρο,
και ξάφνου δάχτυλα δικά σου βγαίνουν μέσ’ από το χιόνι
και ο ψαράς του Νότου φέρνει απότομα στο φως
το χαμογέλιο σου, τη φωνή σου να σπαρταράει στα δίχτυα.
Τί χρώμα έχει το ρόδο που υψώνουμε στην ψυχή σου πλάι;
Κόκκινο θά ’ναι το ρόδο που θυμίζει το διάβα σου.
Πώς θά ’ναι τα χέρια που θ’ αγγίξουν τη στάχτη σου;
Κόκκινα θά’ ναι τα χέρια που γεννιούνται στη στάχτη σου.
Και πώς είναι ο σπόρος της πεθαμένης σου καρδιάς;
Είναι κόκκινος της καρδιάς σου ο σπόρος – της ολοζώντανης.
Γι’ αυτό και σήμερα υπάρχουνε μαζί και ολόγυρά σου τόσα χέρια.
Στο χέρι μου μαζί είναι κι άλλο χέρι· κι άλλο χέρι δίπλα του·
κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο ίσαμε τα βάθη της σκοτεινής ηπείρου μας.
Κι άλλο χέρι που δεν τό ’χες εσύ γνωρίσει τότε
έρχεται επίσης, Μπολιβάρ, να σφίξει το δικό σου:
από το Τερουέλ, απ’ τη Μαδρίτη, απ’ τον Χαράμα και τον Έβρο,
από τη φυλακή, απ’ τον αέρα, απ’ τους νεκρούς της Ισπανίας
έρχεται το χέρι τούτο το κόκκινο, που παιδί είναι του χεριού του δικού σου.
Καπετάνιε, αγωνιστή, όπου ανοίγει στόμα
και φωνάζει ελευθερία, κι όπου αφτί ακούει,
όπου στρατιώτης κόκκινος τσακίζει μέτωπο φαιόχρωμο,
όπου της λευτεριάς η δάφνη ανθίζει, και όπου καινούρια
κυματίζει σημαία με το αίμα της τρανής αυγής μας,
εκεί,
καπετάνιε, εκεί, Μπολιβάρ, εμείς την όψη σου θωρούμε.
Τη μια γεννιέται το σπαθί σου στην καπνιά και στο μπαρούτι,
την άλλη κεντιέται η σημαία σου καθημαγμένη.
Οι κακούργοι επιτίθενται και πάλι στη σπορά σου,
ξανακαρφώνουν στο σταυρό τον υιό του ανθρώπου.
Ίσια στην ελπίδα όμως μας οδηγεί η σκιά σου,
και η δάφνη και το φως του κόκκινου στρατού σου
μεσ’ απ’ τη νύχτα της Αμερικής με τη ματιά σου βλέπουν.
Τα μάτια σου βιγλίζουν ξάγρυπνα πιο πέρα από τις θάλασσες,
πιο πέρα από τους λαβωμένους και καταπιεσμένους λαούς,
πιο πέρα από τις μαύρες πυρπολημένες πόλεις –
ξαναγεννιέται η φωνή σου, το χέρι σου ξαναγεννιέται ·
υπερασπίζεται ο στρατός σου τις ματωμένες σημαίες·
η Ελευθερία χτυπάει τις ματωμένες καμπάνες
κι ένας ήχος φοβερός μόχθων και βασάνων προλαβαίνει
την αυγή τη βαμμένη από του ανθρώπου το αίμα.
Κόσμος ειρήνης γεννήθηκε, Ελευθερωτή μας, στα χέρια σου.
Η ειρήνη, το ψωμί, το στάρι – από το δικό σου γεννήθηκαν αίμα,
και απ’ το δικό μας νεανικό αίμα, που ’χει βγει απ’ το δικό σου,
θα βγουν ειρήνη και ψωμί και στάρι για όλον τον κόσμο που θα φτιάξουμε.
Τον Μπολιβάρ εγώ τον αναγνώρισα κάποιο μακρινό πρωί
στη Μαδρίτη, στην είσοδο του Πέμπτου Συντάγματος.
Πατέρα, του είπα, εσύ δεν είσαι; Κι αν δεν είσαι, ποιός είσαι;
Κι αυτός, το Ορεινό Σώμα κοιτάζοντας, μου αποκρίθηκε:
«Ξυπνάω κάθε εκατό χρόνια – όταν και ο λαός ξυπνάει».
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου