PABLO NERUDA
ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΚΡΙΤΙΚΗ
Έγραψα πέντε στίχους:
έναν πράσινο,
ο άλλος ήταν ένα στρογγυλό καρβέλι,
ο τρίτος ένα σπίτι που φτιάχνεται,
ο τέταρτος ήταν ένα δαχτυλίδι,
και ο πέμπτος στίχος ήταν
απότομος σαν αστραπή
και όπως τον έγραφα
μου άφησε το κάψιμό του στον νου.
Έτσι τότε οι άντρες,
οι γυναίκες,
ήρθαν και πήρανε
το απλό υλικό,
φρύγανα, άνεμο, λάμψη, λάσπη, ξύλο
και με τόσα λίγα πράγματα
χτίσανε τοίχους, πατώματα, όνειρα.
Στης ποίησής μου ε μιαν αράδα
στεγνώσανε ρούχα στον άνεμο.
Έφαγαν
τα λόγια μου,
τα φύλαξαν
στο προσκεφάλι τους,
έζησαν μ’ έναν στίχο,
με το φως που έβγαινε από τα πλευρά μου.
Τότε
ήρθε κάποιος μουγγός κριτικός
κι άλλος ένας γεμάτος γλώσσες,
και άλλοι, ήρθανε κι άλλοι,
τυφλοί ή γεμάτοι μάτια,
κομψοί μερικοί απ’ αυτούς
σαν γαρύφαλλα με κόκκινα παπούτσια,
άλλοι ντυμένοι πτώματα
στην τρίχα,
κάμποσοι οπαδοί
του βασιλέως και της υψηλοτάτης μοναρχίας,
άλλοι είχανε
τυλίξει τα μέτωπά τους
με Μαρξ και ποδοκροτούσαν μες στη γενειάδα του,
άλλοι ήσαν εγγλέζοι,
και ανάμεσα σε όλους
χίμιξαν
με δόντια και μαχαίρια,
με λεξικά και με άλλα μαύρα όπλα,
με σεβάσμια χωρία και παραθέματα,
χίμιξαν
ν’ αμφισβητήσουν τη φτωχή μου ποίηση
μπρος στον κόσμο τον απλό
που την αγαπούσε·
και την κάνανε χωνιά,
την ετύλιξαν,
τη στερέωσαν με εκατό καρφιά,
τη σκέπασαν με σκόνη από σκελετούς,
τη γέμισαν μελάνη,
την έφτυσαν με τρυφερή
γατίσια καλοκαγαθία,
την έστειλαν να φασκιώνει ρολόγια,
την προστάτεψαν και την καταδίκασαν,
τη ριμάρανε με το πετρέλαιο,
της αφιέρωσαν υγρές διατριβές,
τη μαγείρεψαν με γάλα,
της πρόσθεσαν βοτσαλάκια,
της σβήσανε φωνήεντα,
της σκότωσαν
συλλαβές και βογκητά και ψίθυρους,
την τσαλάκωσαν και την έκαναν
πακετάκι
και φρόντισαν να το ταχυδρομήσουν
στις σοφίτες τους, στα νεκροταφεία τους
κι έπειτα
ένας-ένας τους αποσύρθηκαν
έως παραφροσύνης μαινόμενοι
γιατί δεν υπήρξα
και πολύ δημοφιλής για πάρτη τους,
ή όντας παραφουσκωμένοι με γλυκιά περιφρόνηση
για την τόσο χυδαία προσωπική μου έλλειψη σκότους
αποσύρθηκαν
όλοι τους,
και τότε,
πάλι,
δίπλα στην ποίησή μου
ξανάρθανε να ζήσουν
γυναίκες και άντρες,
ξανάναψαν φωτιά,
φτιάξανε σπίτια,
φάγανε ψωμί,
μοιράστηκαν το φως,
και στον έρωτα ένωσαν
αστραπή και δαχτυλίδι.
Και τώρα,
να με συγχωρείτε, κύριοι,
που θα διακόψω αυτή την ιστορία
που σας διηγούμαι
αλλά εγώ πηγαίνω να ζήσω
για πάντα
με τους ανθρώπους τους απλούς.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου