ΜΑΡΚΟΣ ΤΥΛΛΙΟΣ ΚΙΚΕΡΩΝ
ΟΙ ΑΡΙΣΤΟΙ ΡΗΤΟΡΕΣ
I [1] Λέγεται ὅτι οἱ κατηγορίες τῶν ρητόρων εἶναι ὅπως ἀκριβῶς καὶ αὐτὲς τῶν ποιητῶν· ἀλλά, ὄχι, δὲν εἶναι ἔτσι: μὲ τοὺς ποιητὲς τὰ πράγματα ἔχουν ἀλλιῶς, πέραν τοῦ ὅτι εἶναι καὶ πολύπλοκα. Οἱ ποιητὲς διακρίνονται σὲ τραγικούς, κωμικούς, ἐπικούς, μελικούς,… ὑπάρχουν ἀκόμη καὶ οἱ διθυραμβοποιοί,… τὰ δὲ συγκεκριμένα ποιητικὰ εἴδη ἔχουν καλλιεργηθεῖ περισσότερο ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες παρὰ ἀπὸ τοὺς Λατίνους, ἐκτὸς τοῦ ὅτι τὸ καθένα τους διαθέτει δικό του χαρακτήρα καὶ διαφέρει πολὺ ἀπὸ τὰ ὑπόλοιπα. Γι᾽ αὐτὸ καί, φέρ᾽ εἰπεῖν, ὁτιδήποτε κωμικὸ εἰσαχθεῖ σὲ σῶμα τραγωδίας δὲν εἶναι ἁπλῶς ἡμαρτημένον, ἀλλὰ καὶ συνιστᾶ φαυλότητα· καὶ ὁτιδήποτε τραγικὸ ἐνταχθεῖ σὲ σῶμα κωμωδίας δὲν εἶναι ἁπλῶς ἄστατο, ἀλλὰ καὶ δυσειδὲς συνάμα· ἔτσι καὶ κατὰ τὰ λοιπὰ τὸ κάθε ποιητικὸ εἶδος ἀπηχεῖ τὸν ἀποκλειστικὰ δικό του βέβαιο τόνο, ὅπως ἐπίσης καὶ τὴ χαρακτηριστική του φωνή, ποὺ εἶναι σὲ θέση νὰ τὴ διακρίνουν εὐκρινῶς ὅλοι ὅσοι καταλαβαίνουν ἀπὸ ποίηση. [2] Ἂν τώρα κάποιος ἐπιχειροῦσε νὰ ἀπαριθμήσει τὶς πλεῖστες ὅσες κατηγορίες ρητόρων λέγοντας ὅτι ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ὑπάρχουν ρήτορες μεγάλοι καὶ ἐπιβλητικοὶ καὶ διαθέτοντες δαψίλεια λόγου, καὶ ὅτι ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ὑπάρχουν ρήτορες ἰσχνοί, συνεσταλμένοι καὶ βραχυλογοῦντες, ὅπως ἄλλωστε ὑπάρχουν καὶ ρήτορες ποὺ κινοῦνται ἀνάμεσα στὶς ἀναφερθεῖσες δύο ἄκρες κατηγορίες, ὁρίζοντας τρόπον τινὰ τὸ μέσον τους, ναὶ μὲν σίγουρα θὰ μᾶς ἔλεγε ἔτσι κάμποσα πράγματα γιὰ τοὺς ἄνδρες ποὺ ἀσκοῦν τὴ ρητορική, ἀλλὰ γιὰ τὸ ἴδιο τὸ ἀντικείμενο τῆς ρητορικῆς δὲν θὰ μᾶς ἔλεγε καὶ πάρα πολλά. Ἐννοεῖται βεβαίως ὅτι, ὅταν συζητοῦμε γιὰ τὸ ἀντικείμενο, ἐπιδιώκουμε νὰ γνωρίσουμε τί εἶναι τὸ κατὰ περίπτωση ἄριστο· ὅταν ὅμως ὁ λόγος εἶναι περὶ τῶν ἀνδρῶν ἢ ὑποκειμένων, τότε λέμε πῶς ἀκριβῶς ἔχουν διαμορφωθεῖ τὰ πράγματα. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ ὁποιοσδήποτε ἔχει κάθε δικαίωμα νὰ ἀποκαλεῖ τὸν Ἔννιο (1) μέγιστο ἐπικὸ ποιητή, τοὺς δὲ Πακούβιο (2) καὶ Καικίλιο (3) ὑπέρτατους τραγικὸ καὶ κωμικὸ ποιητὴ ἀντίστοιχα, ἂν ἴσως τοὺς βλέπει ἔτσι καὶ ἂν ἔτσι τοῦ ἀρέσει. [3] Προσωπικῶς δὲν χωρίζω τοὺς ρήτορες μὲ τὸν περιγραφέντα τρόπο — δὲν τοὺς κατηγοριοποιῶ ἔτσι. Καὶ δὲν τὸ κάνω, ἐπειδὴ προσωπικῶς ἀναζητῶ νὰ ὁρίσω τὸν τέλειο ρήτορα. Τῆς δὲ ρητορικῆς τελειότητος ὑπάρχει μόνο ἕνα εἶδος,… μόνο μία κατηγορία! Ὅσοι ρήτορες δὲν εἶναι τέλειοι δὲν ὑπάγονται σὲ ἄλλη κατηγορία —ὅπως συμβαίνει στὴν ποίηση μὲ τὸν Ἄκκιο (4) ἐν σχέσει πρὸς τὸν Τερέντιο (5)—: ἀνήκουν μὲν στὴν ἴδια κατηγορία, ὄντας ὅμως ὑποδεέστεροι ἄλλων. Τέλειος ρήτορας εἶναι ὅποιος τὴν ὥρα ποὺ ὁμιλεῖ, δὲν ἐκφωνεῖ ἁπλῶς λόγια, ἀλλὰ καὶ διδάσκει καὶ τέρπει καὶ συγκινεῖ τὸ ἀκροατήριό του. Τὸ νὰ διδάσκει τοὺς ἀκροατὲς του εἶναι χρέος του· τὸ νὰ τοὺς τέρπει εἶναι τιμητικό, καὶ τὸ πιστώνεται· τὸ νὰ τοὺς συγκινεῖ εἶναι ἀπολύτως ἀναγκαῖο καὶ δὲν γίνεται νὰ τὸ παραμελήσει. [4] Ὀφείλουμε, ἀσφαλῶς, νὰ ἀναγνωρίσουμε ὅτι μπορεῖ κάποιος νὰ εἶναι καλύτερος στὴν ἐπίτευξη τοῦ ἑνὸς ἢ τοῦ ἄλλου σκοποῦ· ἡ ὅποια, ὡστόσο, διαφορὰ παρατηρεῖται δὲν εἶναι διαφορὰ κατηγορίας, ἀλλὰ ἁπλῶς διαφορὰ βαθμοῦ ἢ ἐντάσεως. Ἡ τελειότητα ἢ τὸ ἄριστο —αὐτό, δηλαδή, ποὺ λέμε optimum— εἶναι μονάδα: εἶναι ἕνα καὶ μόνο ἕνα πράγμα. Ὁτιδήποτε παράκειται,… ὁτιδήποτε, δηλαδή, βρίσκεται κοντὰ καὶ γύρω ἀπὸ τὴν τελειότητα, δὲν εἶναι τελειότητα, ἀλλὰ ἁπλῶς τῆς μοιάζει πάρα πολύ — πρόκειται γιὰ αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουμε simillimum. Ἐκ τῶν προηγηθέντων συνάγεται ὅτι ὁτιδήποτε ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τοῦ νὰ μοιάζει στὴν τελειότητα εἶναι deterrimum, ἤτοι φαυλότατο, χείριστο.
II Ἀφ᾽ ἧς στιγμῆς ἡ εὐγλωττία συνίσταται σὲ λέξεις καὶ σὲ στοχαστικὲς προτάσεις, (6) ὀφείλουμε ὅπως καταβάλλουμε κάθε προσπάθεια, προκειμένου νὰ μιλᾶμε μὲ τρόπο σαφὴ καὶ σωστό: μὲ ἄλλα λόγια, καὶ γιὰ νὰ τὸ ἀρθρώσουμε ἐπιστρατεύοντας καλὰ λατινικά, πρέπει νὰ ἐπιδιώκουμε τὴν ἐκφραστικὴ κομψότητα μὲ λέξεις ἐπὶ τούτῳ πρόσφορες καὶ ἐνέχουσες σημασίες μεταφορικές. Καὶ σὲ ὅ,τι μὲν ἀφορᾶ τὴν προσφορότητα τῶν λέξεων πρέπει νὰ ἐπιλέγουμε τὶς πλέον κατάλληλες καὶ ταιριαστές, σὲ ὅ,τι δὲ ἀφορᾶ τὴ μεταφορικότητά τους πρέπει νὰ μὴν ἀμελοῦμε τὴ διατήρηση τῆς ἐμφεροῦς ὁμοιότητας, εὐλαβούμενοι συνάμα τοῦτο: τὸ νὰ χρησιμοποιοῦμε μὲ μέτρο ὅρους ξενικούς. Αὐτὰ γιὰ τὶς λέξεις. [5] Ὅμως σχετικὰ μὲ τὶς προτάσεις, ποὺ σημειωτέον στὰ ἑλληνικὰ ὀνομάζονται λόγοι, πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε ὅτι τὰ εἴδη τους εἶναι ὑπερβαλλόντως πολλὰ καὶ ποικίλα, ἰσοῦνται δὲ μὲ τῶν πανηγυρικῶν λόγων τὰ εἴδη. Ἂν ἐπιδιώκουμε τὴ διδαχὴ τοῦ ἀκροατηρίου, χρειαζόμαστε προτάσεις ὀξεῖες καὶ σφοδρές, αἰχμηρές· ἂν ἐπιδιώκουμε τὴν τέρψη του, χρειαζόμαστε προτάσεις ἐναργεῖς καὶ λιγυρές, μουσικές· καὶ ἂν ἐπιδιώκουμε τὴ συγκίνησή του, χρειαζόμαστε προτάσεις σοβαρὲς καὶ ἐμβριθεῖς, σεμνοπρεπεῖς. Τώρα, πάλι, γιὰ τὶς λέξεις θὰ ποῦμε ὅτι ὑπάρχει ἐκείνη ἡ τάξις, ἐκείνη ἡ δομικὴ κατάταξη,... ἐκείνη ἡ σειρά, μὲ τὴν ὁποία φτάνουμε τόσο στὴν ἁρμονία ὅσο καὶ στὴν ἀστασία καὶ κουφότητα τοῦ λόγου· γιὰ δὲ τὶς προτάσεις θὰ ποῦμε ὅτι ἀπαιτοῦν τὴ δική τους ἰδιαίτερη σύνθεση ἢ μᾶλλον συντοποθέτηση καὶ ὅτι, τιθέμενες σὲ σειρά, ἔρχονται νὰ δείξουν καὶ νὰ ἀποδείξουν ἁρμοδίως στοὺς ἀκροατὲς ὅλα ὅσα σκοπεύει νὰ τοὺς δείξει καὶ νὰ τοὺς ἀποδείξει ὁ ρήτορας. Ὅλα τὰ παραπάνω, ἐνῶ ἔχουν τὸ ἀκράδαντο ἔρεισμά τους στὴ μνήμη (ὅπως ἀκριβῶς στηρίζονται καὶ τὰ οἰκοδομήματα στὰ θεμέλιά τους), στὸ φῶς τὰ φέρνει καὶ τὰ ἀναδεικνύει μόνο ἡ ὑπόκριση.
[6] Ὁπότε καὶ ὁ ἄνδρας, στὸν ὁποῖον ἀπαντῶνται ὅλα τὰ παραπάνω ποιοτικὰ χαρακτηριστικά, καὶ δὴ στὸν μέγιστο δυνατὸ βαθμό, εἶναι ὁ ἄριστος ρήτορας· μέτριος ρήτορας εἶναι ὅποιος τὰ ἔχει σὲ ἕναν κάποιο μέσο βαθμό· καὶ χείριστος ὅποιος τὰ ἔχει σὲ βαθμὸ πολὺ μικρό. Ἁπαξάπαντες, παραταῦτα, ἀποκαλοῦνται ρήτορες μὲ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο, ποὺ καὶ οἱ κακοὶ ζωγράφοι ζωγράφοι λέγονται καὶ αὐτοί, καθὼς δὲν διαφέρουν ἀπὸ τοὺς ἄλλους (ἀπὸ τοὺς καλούς) —μὴ ἀποτελώντας χωριστὴ κατηγορία— στὸ εἶδος, ἀλλὰ μόνο στὴν ἱκανότητα. Ἑπομένως δὲν ὑπάρχει ρήτορας ποὺ νὰ μὴν μοιάζει τρόπον τινὰ στὸν Δημοσθένη· γιὰ τὸν Μένανδρο, ὅμως, δὲν μποροῦμε νὰ ἰσχυρισθοῦμε ὅτι ἔστω καὶ τρόπον τινὰ μοιάζει μὲ τὸν Ὅμηρο, ἀφοῦ τὸ ποιητικό του ὕφος εἶναι διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτὸ τοῦ Ὁμήρου. Ἡ ἐν λόγῳ διακριτικὴ διαφορετικότητα δὲν ἀπαντᾶται στοὺς ρήτορες. Ὅπου, μάλιστα, ἀπαντᾶται ἐκεῖ μιὰ κάποια διαφορετικότητα, τὴ διαπιστώνουμε τόσο στὴ μεθοδικὴ προαίρεση τοῦ ἑνὸς νὰ ἀποφεύγει νὰ εἶναι ἐπιβλητικὸς προτιμώντας νὰ ἐπιδεικνύει συστολή, ὅσο καὶ στὴ στοχευμένη ἐπιλογὴ τοῦ ἄλλου νὰ ἐμφανίζεται ὀξύτερος καὶ τὸ παράπαν αἰχμηρὸς καὶ μὲ καθόλου λειασμένες καὶ καλλωπισμένες τὶς γωνίες τοῦ λόγου του. Αὐτοὶ οἱ ἄνδρες, μολονότι ὡς ρήτορες εἶναι ἀνεκτοί, ἐπ᾽ οὐδενὶ τρόπῳ συγκαταλέγονται στοὺς τέλειους: ἀκριβῶς ἐπειδὴ ἡ τελειότητα συνίστανται στὸν συνδυασμὸ ὅλων τῶν ἰδιαιτεροτήτων ποὺ ὁρίζουν τὴ μία καὶ μοναδικὴ κατηγορία της.
III [7] Εἶπα ἕως ἐδῶ ὅ,τι εἶπα μὲ συντομία μεγαλύτερη ἀπὸ ὅσην ἀπαιτοῦσε τὸ ὅλο θέμα· ἀλλὰ γιὰ αὐτὸ ποὺ πραγματικὰ τώρα λέμε δὲν χρειαζόταν νὰ ἐπεκταθοῦμε περισσότερο· ἀφοῦ ὑπάρχει μόνο ἕνα εἶδος εὐγλωττίας, αὐτὸ τὸ ἕνα εἶδος καὶ πρέπει νὰ τὸ ἐρευνήσουμε καὶ νὰ δοῦμε τί εἶναι. Πρόκειται γιὰ τὴν εὐγλωττία ποὺ ἄνθισε στὴν Ἀθήνα· καί, μολονότι γνωρίζουμε τὸ κλέος τῶν ἀττικῶν ρητόρων, ἀγνοοῦμε ἐντελῶς τὰ ρητορικὰ ἐπιτεύγματά τους. Οἱ πιὸ πολλοὶ ἀπὸ ὅσους ἀσχολοῦνται μὲ τὴ ρητορικὴ λένε ὅτι στὴν ἀττικὴ εὐγλωττία δὲν ὑπάρχει τίποτα ἐλαττωματικό· ἀλλά, ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ γνωρίζουν νὰ μᾶς ποῦν κάτι οὐσιαστικὸ γιὰ τὶς πάμπολλες ἀξιέπαινες πλευρές της. Διότι κάθε ἄλλο παρὰ ἀρετὴ τῆς πρότασης εἶναι τὸ νὰ περιέχει λέξεις ἀόριστες, ξένες πρὸς τὸ κύριο θέμα, ἥκιστα ἐξυπηρετικὲς καὶ κατ᾽ ἐξοχὴν ἄτοπες — εἶναι κακία! Ἀφήνω δὲ ποὺ ὁ λόγος μολύνεται, ὅποτε χρησιμοποιοῦνται λέξεις ποὺ προξενοῦν ἀθυμία καὶ ποὺ εἶναι κατὰ περίπτωση παράταιρες, τραχεῖες καὶ ἄχαρες ἢ ἀκόμα καὶ ἐξεζητημένες. [8] Τέτοιες κακίες τοῦ λόγου ἤξεραν νὰ τὶς ἀποφεύγουν σχεδὸν ὅλοι ὅσοι θεωροῦνται συναριθμούμενοι στὸν κανόνα τῶν ἀττικῶν ρητόρων καὶ ὅσοι ὁμιλοῦν ἀσπαζόμενοι τὸ ἀττικὸ ρητορικὸ ἦθος. Ἄν, ὅμως, ὅλη καὶ ὅλη τους ἡ ἀξία συνίσταται μόνο σὲ αύτό, τότε τοὺς ἀξίζει νὰ τοὺς θεωροῦμε τὸ ἴδιο ὑγιεῖς καὶ καλοφτιαγμένους μὲ ἐκείνους τοὺς ἀθλητές, ποὺ ναὶ μὲν τοὺς ἐπιτρέπεται νὰ προπονοῦνται στὶς παλαῖστρες καὶ νὰ ἀσκοῦνται στοὺς ξυστοὺς τῶν γυμναστηρίων, ἀλλὰ δὲν κρίνονται καθόλου ἱκανοὶ νὰ διεκδικήσουν τὸν κότινο στοὺς Ὀλυμπιακοὺς Ἀγῶνες. Διότι οἱ ἀθλητές, ποὺ δὲν ἔχουν καθόλου ἐλαττώματα, δὲν εἶναι εὐχαριστημένοι μὲ τὴν ἤδη κατορθωμένη εὐεξία καὶ εὐρωστία τους, ἀλλὰ ἀναζητοῦν τρόπους νὰ δυναμώσουν κι ἄλλο ὄχι μόνο τὴν εὐτονία τῶν μυῶν καὶ τὴν ποιότητα τοῦ αἵματός τους, ἀλλὰ καὶ νὰ δώσουν γλυκύτητα στὴν ἐν γένει ἐξωτερική τους ἐμφάνιση. Γι᾽ αὐτὸ κι ἐμεῖς, ἂν μποροῦμε, ἂς τοὺς μιμηθοῦμε. Ἀλλὰ καί, ἂν δὲν μποροῦμε νὰ τοὺς μιμηθοῦμε ἐν ὅλῳ, ἂς ἔχουμε τουλάχιστον ὡς παραδείγματά μας πρὸς μίμηση ὅσους ἐξ αὐτῶν χαίρουν ἄκρας ρητορικῆς ὑγείας —κάτι ποὺ εἶναι σύνηθες στοὺς ἀττικοὺς ρήτορες—, καὶ ὄχι ἐκείνους, ποὺ ἡ ἀφθονία τῶν λόγων τους εἶναι τὸ παράπαν ἐλαττωματικὴ καὶ φαύλη, ὅπως πάρα πολὺ συχνὰ συμβαίνει στὴν Ἀσία. [9] Κάνοντας δὲ αὐτό —ἄν, δηλαδή, μπορέσουμε νὰ τὸ καταφέρουμε, γιατὶ δὲν εἶναι καθόλου εὔκολη ὑπόθεση—, ἂς μιμηθοῦμε στὸ μέτρο τοῦ δυνατοῦ τὸν Λυσία, ἰδίως μάλιστα τὴ λεπτότητα τοῦ ὕφους του καὶ τὴν ἀκριβολογία του,… τουλάχιστον αὐτά· διότι ὑπάρχουν, βεβαίως, καὶ χωρία του πλεῖστα ὅσα, ὅπου φθάνει στὸ ἀπαράμιλλο μεγαλεῖο. Ἐπειδή, ὅμως, συνέγραψε λόγους γιὰ ἰδιωτικὲς ὑποθεσοῦλες, καὶ δὴ τοὺς πιὸ πολλοὺς γιὰ ἄλλους,… γιὰ κάτι μικροϋποθεσοῦλες, δηλαδή, μὲ σχεδὸν μηδαμινὸ ἀντικείμενο, ἐμεῖς ἔχουμε ἕως σήμερα ἀποκομίσει τὴν ἐντύπωση ὅτι ὁ Λυσίας ὡς ρήτορας εἶναι κενὸς καὶ ἄγευστος, ἀκριβῶς —τὸ ἐπαναλαμβάνω—, ἐπειδὴ σκοπίμως ἐπέλεξε νὰ κατατριβεῖ στοὺς ἐξονυχιστικοὺς ἐλέγχους τῶν ἀσήμαντων μικροϋποθέσεων ποὺ ἀνελάμβανε. IV Ὁ ἄνδρας ποὺ πράττει ἔτσι, ἀκόμα καὶ ἂν δὲν ἔχει τὸ οὖθαρ, τὴν ἐκ μαστῶν —θέλω νὰ πῶ— προερχόμενη ἀφθονία καὶ ποιότητα, ποὺ θὰ τὸν καταστήσει ρήτορα ἀκμαῖο καὶ στιβαρὸ, ἐξακολουθεῖ νὰ δικαιοῦται τὴν ἔνταξή του στοὺς κύκλους τῶν ρητόρων, συγκαταλεγόμενος πάντως στὴ χορεία τῶν ἐλασσόνων. Πλὴν ὅμως συχνὰ συμβαίνει ἀκόμα καὶ ἕνας μεγάλος ρήτορας νὰ ὁμιλεῖ ὡς ἐλάσσων, ἂν τὸ εἶδος τῆς ὑπόθεσης, μὲ τὴν ὁποία καταπιάνεται, εἶναι χαμηλό. [10] Τὸ τονίζω αὐτὸ ἀκριβῶς, ἐπειδὴ σίγουρα ὑπάρχουν φορὲς ποὺ καὶ ὁ Δημοσθένης ἀκόμα μπορεῖ νὰ μιλήσει μὲ μιὰ κάποια ἁπλοϊκότητα, τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ θεωρεῖται ὅτι ὁ Λυσίας μᾶλλον ἀδυνατεῖ ἀκόμα καὶ νὰ ἀγγίξει τὸ ρητορικὸ μεγαλεῖο. Ἀλλὰ ὅποιος νομίζει ὅτι μπορεῖ κανείς, ὅταν ἕνα στράτευμα ἔχει καταλάβει τὸ φόρουμ καὶ ὅλους τοὺς γύρω ἀπὸ τὸ φόρουμ ναούς, νὰ ἀγορεύει ὑπερασπιζόμενος τὸν Μίλωνα, (7) ὅπως θὰ γινόταν σὲ μιὰ ἰδιωτικὴ ὑπόθεση ἐνώπιον τοῦ ἑνὸς καὶ μοναδικοῦ κρίνοντος δικαστοῦ, τότε αὐτὸς ὁ «ὅποιος» ἐκτιμᾶ τὴ δύναμη τῆς εὐγλωττίας μὲ τὰ ἀποκλειστικῶς προσωπικά του μέτρα καὶ σταθμά, μὲ τὶς δικές του μόνο ἱκανότητες, καὶ ὄχι μὲ τὰ μέτρα καὶ τὰ σταθμὰ ποὺ ἐπιβάλλονται ἀπὸ τὴ φύση τοῦ ἀντικειμένου.
[11] Νά, λοιπόν, γιατί κάποιοι ἔχουν ἐθισθεῖ στὸ νὰ ἐπαναλαμβάνουν καὶ νὰ ἐπαναλαμβάνουν ὅτι οἱ ἴδιοι ὁμιλοῦν κατὰ τὸ ἦθος τὸ ἀττικό, καὶ κάποιοι ἄλλοι στὸ νὰ λένε καὶ νὰ ξαναλένε ὅτι ἅπαντες, μηδενὸς ἐξαιρουμένου, τὸ ἀμελοῦμε. (8) Ὡς πρὸς τὸ τὶ ἀμελοῦμε καὶ δὲν ἀμελοῦμε πάντως, ἱκανοποιητικὴ ἀπάντηση δίνουν ἀπὸ μόνα τους τὰ πραγματικὰ περιστατικὰ σὲ ὅλους ἐκείνους τοὺς φιλόψογους ἄνδρες πού εἴτε δὲν καταπιάνονται καθόλου μὲ δικαστικὲς ὑποθέσεις καὶ ρητορικοὺς ἀγῶνες εἴτε, ἂν τύχει νὰ καταπιαστοῦν, προκαλοῦν γέλια καὶ μόνο γέλια. Καὶ θὰ τὸ πῶ: ἂν οἱ γέλωτες ποὺ προκαλοῦν εἶναι ἐπιδοκιμαστικοὶ καὶ πρὸς ἔπαινόν τους, αὐτὸ καὶ μόνο τὸ χαρακτηριστικὸ φτάνει γιὰ νὰ θυμίζει ἀττικὴ ρητορική! Ἐκεῖνοι, πάλι, ποὺ δὲν παραδέχονται ὅτι ὁμιλοῦμε ἀκολουθώντας τοὺς τρόπους τῆς ἀττικῆς εὐγλωττίας, μὲ αὐτὰ ποὺ λένε ὁμολογοῦν τοῦτο: ὅτι δὲν εἶναι ρήτορες! (9) Ἀκόμα καὶ ἂν διαθέτουν εὐήκοα ὦτα καὶ ἔχουν μυαλὸ ποὺ τοὺς βοηθάει νὰ σχηματίζουν ὀρθὲς κρίσεις, καὶ θὰ μπορούσαμε ἔτσι νὰ τοὺς δώσουμε μερικὲς συμβουλές, δὲν θὰ τὸ κάναμε, ὄχι· γιατὶ θὰ ἦταν ὅπως καὶ στὴν περίπτωση ποὺ κάποιος ἐξετάζει τὸν χαρακτήρα ἑνὸς ζωγραφικοῦ ἔργου καὶ ζητάει τὴ γνώμη ἀνθρώπων ποὺ εἶναι ἀνίκανοι νὰ ζωγραφίσουν τὸ παραμικρό, παρ᾽ ὅλο ποὺ δὲν τοὺς λείπει τὸ μυαλὸ καὶ ἡ ἀγχίνοια γιὰ νὰ κρίνουν ἕνα ἔργο εἰκαστικό. [12] Ἄν, ὅμως, τοποθετήσουν ὅλη τους τὴν εὐφυΐα σέ ὅ,τι δὲν θέλει τὸ ἀφτί τους νὰ ἀκούει (καὶ ὅποτε τὸ ἀκούει, τὸ πιάνει ἀηδία καὶ καταλαμβάνεται ἀπὸ σιχαμάρα) καὶ ἂν τίποτα ὑψηλὸ καὶ ὑπέροχο δὲν τοὺς εὐφραίνει ποτέ, τότε λέω νὰ τοὺς παρατήσουμε, ἀφήνοντάς τους νὰ λένε ὅτι θέλουν νὰ ἀκοῦνε λεπτοφυῆ καὶ ὑπέρκομψα πράγματα καὶ ὅτι καταφρονοῦν τὰ μεγαλειώδη καὶ ἀπεχθάνονται τὶς καλλιλογίες. Μὰ ἂς παύσουν τουλάχιστον νὰ ἰσχυρίζονται ὅτι μόνο αὐτοὶ ὁμιλοῦν σύμφωνα μὲ τὶς ἐπιταγὲς τῆς ἀττικῆς ρητορικῆς, μὲ ἦθος λόγου ἤτοι εὔρωστο καὶ ἄφθαρτο. Ἔλα, ὅμως, ποὺ τοὺς ἀττικοὺς ρήτορες τοὺς χαρακτηρίζει ἡ εὔρροια, ἡ δαψίλεια, ὁ καλλωπισμός, ἡ κομψότητα καὶ ἡ χάρη τῶν λόγων! Τί δηλαδή; Χρειάζεται νὰ προσθέσω τώρα τίποτε ἄλλο; Τίθεται —ἀναρωτιέμαι— καθόλου ἐν ἀμφιβόλῳ τὸ ὅτι οἱ λόγοι μας ἐπιθυμοῦμε νὰ εἶναι, ἂν ὄχι θαυμαστοί, τουλάχιστον ἀνεκτοί; Διότι ἐδῶ —τὸ ὑπενθυμίζω— δὲν συζητοῦμε ποιό εἶδος λόγου εἶναι ἀττικό· ἐδῶ συζητοῦμε ποιό εἶδος λόγου εἶναι τὸ καλύτερο — τὸ ἄριστο. [13] Ἀκούγοντας ὅλα τὰ παραπάνω τί καταλαβαίνουμε; Καταλαβαίνουμε τοῦτο: ἀφοῦ οἱ καταγόμενοι ἀπὸ τὴν Ἀθήνα ρήτορες ἦσαν οἱ ἄριστοι τῶν ἑλλήνων ρητόρων καὶ ἀφοῦ ὁ Δημοσθένης ἦταν ὁ πέραν πάσης συγκρίσεως ἄριστος τῶν ἀρίστων, ὅποιος μιμεῖται τοὺς ἀθηναίους ρήτορες θὰ καταφέρνει νὰ μιλάει μὲ ἦθος ἀμέμπτως ἀττικό· θὰ πρέπει δὲ νὰ προσπαθεῖ νὰ τὸ κάνει μὲ τὸν καλύτερο δυνατὸ τρόπο· καί, τέλος, ἀφοῦ οἱ ἀττικοὶ ρήτορες μᾶς προτείνονται ὡς τὸ πλέον ἀξιομίμητο παράδειγμα, μιλῶ καλὰ σημαίνει μιλῶ ὅπως στὴν Ἀττική.
V Ἀλλά, καθὼς ὑπάρχει ἕνα μεγάλο λάθος στὸ ἐρώτημα τί εἴδους πράγμα εἶναι ἡ εὐγλωττία, θεώρησα ὅτι ἔπρεπε νὰ ἀναλάβω τὴν ἐκπόνηση μιᾶς ἐργασίας χρήσιμης καθαυτὴν στοὺς φιλομαθεῖς καὶ καθόλου ἀναγκαία σὲ ἐμένα. [14] Γι᾽ αὐτὸ καὶ μετέφρασα τοὺς πιὸ γνωστοὺς λόγους τῶν δύο ἐπιφανεστάτων ἀττικῶν ρητόρων, τοῦ Αἰσχίνη καὶ τοῦ Δημοσθένη, ποὺ βρίσκονταν σημειωτέον σὲ ἀντιπαλότητα· (10) καὶ δὲν τοὺς μετέφρασα μὲ τὸ ἦθος τοῦ κατὰ λέξη ἑρμηνευτῆ, ἀλλὰ μὲ τὸ ἦθος τοῦ ρήτορα ποὺ ἀποδίδει τὶς ἴδιες ἰδέες μὲ τὴν ἴδια μορφὴ καὶ τὶς ἐντάσσει σὲ σχήματα ἐπιλέγοντας ἐπὶ τούτῳ λέξεις κατὰλληλες καὶ ἀπηχοῦσες τὴ δική μας γλωσσικὴ χρήση· ἐπιτελώντας τὴ μετάφραση ἔκρινα ὅτι δὲν ἦταν ἀναγκαῖο νὰ προχωρήσω λέξη πρὸς λέξη, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐπέλεξα νὰ διατηρήσω ἐξ ὁλοκλήρου τόσο τὸν χαρακτήρα τῶν μεταφρασθέντων ἔργων ὅσο καὶ τὸ σφρίγος τοῦ λόγου τους. Δὲν θεώρησα ὅτι ἦταν καθῆκον μου τὸ νὰ ἀποδώσω τοῖς μετρητοῖς στὸν ἀναγνώστη μου τὸν ἀκριβὴ ἀριθμὸ τῶν λέξεων τοῦ πρωτοτύπου, ἀλλὰ μᾶλλον τὸ νὰ μὴν τοῦ κλέψω στὸ ζύγι καθόλου ἀπὸ τὸ βάρος τους. [15] Τὸ ἀποτέλεσμα ἢ τὸ κέρδος ποὺ θὰ προκύψει ἀπὸ τὴν ἐν λόγῳ μεταφραστικὴ ἐργασία μου εἶναι τοῦτο: οἱ συμπατριῶτες μας, πρῶτον, θὰ μάθουν, καὶ ἔτσι θὰ ξέρουν τί θὰ πρέπει νὰ ἀπαιτοῦν ἀπὸ ὅλους ὅσοι ἐπιθυμοῦν νὰ συγκαταλέγονται στοὺς ἀττικοὺς ρήτορες, καί, δεύτερον, θὰ μποροῦν νὰ ἀνακαλοῦν ἀνὰ πᾶσα στιγμὴ στὴ μνήμη τους πῶς εἶναι ἕνας τρόπον τινὰ ἀναγνωρισμένος τύπος εὐγλωττίας. Τώρα, ὅμως, εἶναι σὰν νὰ ἀκούω νὰ μοῦ λένε: «Ἐδῶ θὰ πεταχτεῖ στὴ μέση ὁ Θουκυδίδης — διότι δὲν εἶναι καὶ λίγοι οἱ θαυμαστὲς τῆς δικῆς του εὐγλωττίας». Ναί, ἀπαντῶ, καὶ δὲν κάνουν καὶ τόσο λάθος. Πλὴν ὅμως ὁ Θουκυδίδης δὲν ἔχει τίποτα κοινὸ μὲ τὸ εἶδος τοῦ ρήτορα ποὺ ἐξετάζουμε. Διότι ἄλλο πράγμα εἶναι τὸ νὰ παραθέτεις ἀφηγηματικὰ τὰ πεπραγμένα διαφόρων ἀνδρῶν, καὶ ἄλλο πράγμα τὸ νὰ παραθέτεις ἐπιχειρήματα γιὰ νὰ κατηγορήσεις κάποιον ἢ γιὰ νὰ ἀποσείσεις τὶς κατηγορίες ποὺ ἔχουν διατυπωθεῖ ἐναντίον κάποιου. Ἄλλο πράγμα εἶναι νὰ τραβᾶς τὴν προσοχὴ τοῦ ἀκροατῆ σου ἀφηγούμενος κάτι, καὶ ἄλλο πράγμα νὰ τοῦ ἐξάπτεις τὸν νοῦ καὶ τὰ αἰσθήματα. Καὶ τώρα θὰ μοῦ ποῦν: «Μὰ μιλάει τόσο ὡραῖα!» [16] Θὰ ἀπαντήσω μὲ μία ἐρώτηση: Δηλαδὴ μιλάει καλύτερα ἀπὸ τὸν Πλάτωνα; Ὁ ρήτορας, γιὰ τὸν ὁποῖο συζητοῦμε ἐδῶ, εἶναι ἀπόλυτη ἀνάγκη νὰ συμμετέχει στὴν ἐπίλυση διαφορῶν σὲ δικανικοὺς ἀγῶνες καὶ νὰ ὁμιλεῖ μὲ ὕφος λόγου τέτοιο, ποὺ νὰ διδάσκει καὶ νὰ τέρπει τοὺς ἀκροατές του καὶ νὰ ἐξάπτει τὰ πνεύματά τους. VI Ὁπότε, ἐὰν ἐμφανισθεῖ κάποιος ἐπαγγελλόμενος ὅτι προτίθεται νὰ ἐκδικάσει ὑποθέσεις στὸ φόρουμ ἀκολουθώντας ὕφος θουκυδίδειο, οὐδέποτε θὰ μπεῖ κανεὶς στὸν κόπο νὰ ὑποθέσει ὅτι ὁ συγκεκριμένος θεμιστοπόλος εἶναι προικισμένος μὲ τὸ εἶδος τῆς εὐγλωττίας ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ ἐκδίκαση τῶν ἀστικῶν καὶ τῶν δημοσίων ὑποθέσεων. Ὅσο, βέβαια, ἐπιμένει νὰ ἱκανοποιεῖται ἀναλισκόμενος σὲ ἐπαίνους τοῦ Θουκυδίδη, τὸν παρακαλῶ νὰ μετρήσει ὑπέρ του καὶ τὴ δική μου ψῆφο!
[17] Πᾶμε παρακάτω! Ἀκόμα καὶ αὐτὸν τὸν Ἰσοκράτη, τὸν ὁποῖον ἐκεῖνος ὁ θεῖος συγγραφέας, ὁ Πλάτων, ποὺ ἦταν σχεδὸν σύγχρονός του, τὸν παρουσιάζει στὸν Φαῖδρο του ἐξυμνούμενον ἀπὸ τὸν Σωκράτη, καὶ τὸν ὁποῖο ὅλοι οἱ πεπαιδευμένοι ἄνδρες τὸν ἀποκαλοῦν μέγιστο ρήτορα, ἐγὼ δὲν θὰ τὸν συναριθμοῦσα στὶς ὑποδειγματικὲς περιπτώσεις. (11) Γιατί; Διότι δὲν ὁρμάει στὴ μάχη· οὔτε ἀρέσκεται κὰν στὶς διαφιλονικήσεις· οἱ λόγοι του εἶναι φτιαγμένοι μόνο γιὰ ἐπίδειξη καὶ μοιάζουν στὰ ξίφη τῆς σπαθασκίας (12) ποὺ δὲν τρυποῦν καὶ δὲν πληγώνουν. Ἐγὼ προσωπικῶς —καὶ γιὰ νὰ συγκρίνω πράγματα καὶ μεγέθη ἐλάχιστα μὲ πράγματα καὶ μεγέθη μέγιστα— θὰ ἔβγαζα στὴν ἀρένα ἕνα πιὸ διάσημο ζεῦγος μονομάχων. Θὰ ἔφερνα ἀντιμέτωπους τὸν Αἰσχίνη μὲ τόν ἰσάξιό του Αἰσηρνίνο, ὄχι δηλαδὴ μὲ ἕναν βρωμερὸ καὶ μυσαρὸ ἄνθρωπο, ἀλλά, ὅπως λέει καὶ ὁ Λουκίλιος, μὲ ἕναν ἄνθρωπο γενναῖο καὶ εὐφυή, ποὺ θὰ
συναγωνίζεται τὸν Πακιδεϊανό,
τὸν καλύτερο μαχητὴ ποὺ ἔχει δεῖ ποτὲ ἡ ἀνθρωπότητα. (13)
Καὶ ἔχω, πάντως, τὴ γνώμη ὅτι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβει μὲ τὸν νοῦ καὶ τὴ φαντασία του ἄλλον ρήτορα θεϊκότερο ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν ἕνα — καὶ ἐννοῶ ἀσφαλῶς τὸν Δημοσθένη!
[18] Ἡ μεταφραστικὴ ἐργασία μου, γιὰ τὴν ὁποία ἤδη μίλησα, ἀντιμετωπίζεταΙ ἀπὸ δύο εἴδη κριτικῆς. Ἡ πρώτη κριτικὴ μοῦ λέει: «Μὰ τὸ ἑλληνικὸ πρωτότυπο εἶναι καλύτερο». Σὲ ὅσους τὴ διατυπώνουν θέτω τὸ ἐρώτημα ἂν εἶναι σὲ θέση νὰ γράψουν οἱ ἴδιοι ὡς συγγραφεῖς σὲ καλύτερα λατινικά. Ἡ ἄλλη κριτικὴ μοῦ λέει: «Καὶ γιατί νὰ διαβάσω τὸ μετάφρασμά σου καὶ ὄχι τὸ πρωτότυπο;» Τὴν ἴδια στιγμὴ ποὺ με ρωτοῦν αὐτὸ τὸ πράγμα ἀποδέχονται καὶ διαβάζουν στὰ λατινικὰ τὴν Κοπέλα ἀπὸ τὴν Ἄνδρο (14) καὶ τοὺς Συνεφήβους, (15) [συνεπαρμένοι περισσότερο ἀπὸ τὸν Τερέντιο καὶ τὸν Καικίλιο παρὰ ἀπὸ τὸν Μένανδρο], ὅπως ἐπίσης ἀποδέχονται καὶ διαβάζουν στὰ λατινικὰ τὴν Ἀνδρομάχη (16) ἢ τὴν Ἀντιόπη (17) ἢ τοὺς Ἐπιγόνους (18) [προτιμώντας νὰ διατρίβουν περισσότερο στὸν Ἔννιο, τὸν Πακούβιο καὶ τὸν Ἄκκιο, παρὰ στὸν Εὐριπίδη καὶ στὸν Σοφοκλῆ]. Καὶ γιατί αὐτὴ ἡ ἀποστροφή τους γιὰ τοὺς λόγους ποὺ ἔχουν μεταφραστεῖ ἀπὸ τὰ ἑλληνικά, ἐνῶ δὲν ἐκφράζουν καμία ἀντίρρηση γιὰ τὶς μεταφράσεις στίχων; (19)
VII [19] Ἂς ἐπανέλθουμε, ὅμως, σὲ αὐτὸ ποὺ εἴχαμε ξεκινήσει νὰ λέμε καὶ ἀφοῦ θὰ ἔχουμε ἤδη εἰσαγωγικῶς ἐξηγήσει τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ ὑπόθεση ποὺ ἄγεται ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου. Ὑπῆρχε ἕνας νόμος στὴν Ἀθήνα ποὺ ὅριζε ὅτι οὐδεὶς ἠδύνατο νὰ προτείνει ψήφισμα μὲ περιεχόμενο τὴν ἀπονομὴ στεφάνου σὲ κάποιον διατελέσαντα στρατηγό, προτοῦ ἀποδώσει λογαριασμὸ τῶν πεπραγμένων του κατὰ τὴ διάρκεια τῆς θητείας του. Ὑπῆρχε ἐπίσης καὶ ἄλλος ἕνας νόμος ποὺ ὅριζε ὅτι οἱ τιμώμενοι μὲ στέφανο ἀπονεμόμενο ἀπὸ τὸν λαὸ ὄφειλαν νὰ τὸν παραλάβουν σὲ λαϊκὴ συνέλευση, καὶ ὅσοι ἐτιμῶντο ἀπὸ τὴν Βουλὴ ὄφειλαν νὰ τὸν παραλάβουν στὸ Βουλευτήριο. Ὁ Δημοσθένης, διατελέσας ἐπιμελητὴς τῆς ἐπισκευῆς τῶν τειχῶν, προέβη στὸ ἔργο μὲ δικές του δαπάνες. Γιὰ αὐτή του τὴν ὑπηρεσία πρότεινε ὁ Κτησιφῶν ἕνα ψήφισμα ἀπονομῆς τῆς σχετικῆς τιμῆς, παρ᾽ ὅλο ποὺ ὁ Δημοσθένης δὲν εἶχε ἀκόμη προβεῖ στὴν προσήκουσα λογοδοσία τῶν πεπραγμένων του: σύμφωνα μὲ τὰ ἐψηφισμένα ὁ Δημοσθένης θὰ ἐλάμβανε ἕναν χρυσὸ στέφανο· ἡ τελετὴ τῆς ἀπονομῆς θὰ γινόταν στὸ θέατρο ἐνώπιον συναθροισμένου λαοῦ, μολονότι ὁ τόπος δὲν προοριζόταν νομίμως γιὰ λαϊκὲς συνελεύσεις· ἡ δὲ αἰτιολογία τῆς τιμῆς προέβλεπε ὅτι ὁ στέφανος τοῦ ἀπονεμόταν ἀρετῆς ἕνεκα καὶ ἀφοσιώσεως τόσο ἔναντι τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν ὅσο καὶ ἔναντι τῶν ἀθηναίων πολιτῶν. [20] Ὁ Αἰσχίνης ἐνήγαγε ἀκολούθως τὸν Κτησιφῶντα ἐκεῖνον, ἐπειδὴ εἶχε προτείνει ψήφισμα κατὰ παράβαση τῶν νόμων· (20) ἐπειδὴ ὁ στέφανος θὰ ἀπονεμόταν στὸν Δημοσθένη, προτοῦ αὐτὸς λογοδοτήσει· ἐπειδὴ ἡ ἀπονομὴ θὰ ἐλάμβανε χώρα στὸ θέατρο· καὶ ἐπειδὴ ἡ αἰτιολογία ἡ σχετικὴ μὲ τὴν ἀρετὴ καὶ τὶς εὐεργεσίες τοῦ τιμωμένου ἦταν ἀναληθής, διότι κατ᾽ αυτὸν ὁ Δημοσθένης οὔτε καλὸς κἀγαθὸς ἄνδρας ἦταν οὔτε ὑπηρέτησε τὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν μὲ πνεῦμα χρηστότητας.
Ἡ ἐν λόγῳ ὑπόθεση, ὄντας στὴν πραγματικότητα ἀσύστατη, ἂν συγκριθεῖ μὲ τὰ συνηθιζόμενα στὰ δικαστήριά μας, δὲν παύει νὰ εἶναι μεγάλη. Διότι σὲ αὐτὴν παρατίθενται ἀπὸ κάθε διάδικο μέρος ἀρκούντως εὐφυεῖς ἑρμηνεῖες τῶν νόμων, προτεινόμενες μάλιστα ἀπὸ δύο ἀντίπαλους ρήτορες ἐπ᾽ εὐκαιρίᾳ ἑνὸς δυνατοῦ ἀνταγωνισμοῦ σχετικὰ μὲ τὶς ὑπηρεσίες τους πρὸς τὴν Ἀθηναίων Πολιτεία. [21] Πέραν τούτου ὁ Αἰσχίνης, ἐπειδὴ εἶχε ἐναχθεῖ ἀπὸ τὸν Δημοσθένη γιὰ ἐλλιπὴ λογοδοσία καὶ πλημμελὴ ἄσκηση μιᾶς πρεσβείας του, εἶχε κάθε λόγο νὰ πάρει ἐκδίκηση ἀπὸ τὸν ἐχθρό του ἐνάγοντας τὸν Κτησιφῶντα καὶ θέτοντας ἔτσι ἐμμέσως τὴ φήμη καὶ τὴν ὑπόληψη τοῦ Δημοσθένη ὑπὸ δικαστικὸ ἔλεγχο. Γι᾽ αὐτὸ καὶ δὲν εἶπε πολλὰ γιὰ τὴ λογοδοσία, τὴν ὁποία δὲν εἶχε δώσει ὁ ἀντίπαλός του, προτιμώντας νὰ ρίξει τὸ βάρος τῶν ἐπιχειρημάτων του στὸ ὅτι ἕνας φαῦλος καὶ ἀχρεῖος πολίτης θὰ ἐτιμᾶτο ὡς καλὸς καὶ χρηστὸς Ἀθηναῖος. [22] Ὁ Αἰσχίνης ἐνήγαγε τὸν Κτησιφῶντα τέσσερα ἔτη πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Φιλίππου τοῦ Μακεδόνος· ἀλλὰ ἡ ἀπόφαση ἐκδόθηκε λίγα χρόνια ἀργότερα: ὅταν ὁ Ἀλέξανδρος εἶχε καταλάβει τὴν Ἀσία. Λέγεται δὲ μάλιστα ὅτι ἡ δίκη ἐκείνη καὶ ἠ ἔκβασή της εἶχε ἀπασχολήσει ὅλη τὴν Ἑλλάδα. Καὶ ἀναρωτιέμαι: θὰ μποροῦσε νὰ ἀξίζει κάτι περισσότερο ἀπὸ τὸ νὰ βλέπεις καὶ νὰ ἀκοῦς τὴ σφοδρὴ ἀντιδικία δύο κορυφαίων ρητόρων σὲ μιὰ σπουδαιότατη ὑπόθεση ποὺ ὀξυνόταν μάλιστα ἀπὸ τὴν προσωπική τους ἔχθρα; [23] Ἐὰν ἔχω, ὅπως ἐλπίζω, καταφέρει νὰ ἀποτυπώσω τοὺς λόγους τους τόσο διατηρώντας ὅλες τὶς ἀρετές τους, δηλαδὴ τὶς σκέψεις, τὰ σχήματα λόγου καὶ διανοίας καὶ τὴ σειρά τῶν ἐπιχειρημάτων τους, ὅσο καὶ χρησιμοποιώντας γλώσσα ποὺ δὲν ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὸ λατινικό μας ίδίωμα —ἀλλὰ καὶ ἂν δὲν εἶναι ὅλες οἱ λέξεις μας κυριολεκτικὲς μεταφράσεις τῶν ἀντίστοιχων ἑλληνικῶν, τουλάχιστον προσπαθήσαμε νὰ τὶς κρατήσουμε στὸ ἴδιο ἐπίπεδο λόγου καὶ στὸ πλαίσιο τῆς πρωτότυπης οὐσίας τους—, τοῦτο τὸ μετάφρασμα θὰ ἀποτελεῖ κανόνα, πάνω στὸν ὁποῖο θὰ μετρῶνται οἱ λόγοι ὅλων ὅσοι ἐπιθυμοῦν νὰ ὁμιλοῦν κατὰ τὸ ἦθος τὸ ἀττικό. Ἀλλὰ φτάνει μὲ ἐμᾶς — πολλὰ εἴπαμε! Γι᾽ αὐτὸ ἂς ἀκούσουμε ἀμέσως τώρα τὸν Αἰσχίνη νὰ μιλάει λατινικά.
M. TULLI CICERONIS
DE OPTIMO GENERE ORATORUM
[I] [1] Oratorum genera esse dicuntur tamquam poetarum; id secus est, nam alterum est multiplex. Poematis enim tragici, comici, epici, melici, etiam ac dithyrambici, quod magis est tractatum a Graecis quam a Latinis, suum cuiusque est, diversum a reliquis. Itaque et in tragoedia comicum vitiosum est et in comoedia turpe tragicum; et in ceteris suus est cuique certus sonus et quaedam intellegentibus nota vox. [2] Oratorum autem si quis ita numerat plura genera, ut alios grandis aut gravis aut copiosos, alios tenuis aut subtilis aut brevis, alios eis interiectos et tamquam medios putet, de hominibus dicit aliquid, de re parum. In re enim quid optimum sit quaeritur, in homine dicitur quod est. Itaque licet dicere et Ennium summum epicum poetam, si cui ita videtur, et Pacuvium tragicum et Caecilium fortasse comicum. [3] Oratorem genere non divido; perfectum enim quaero. Unum est autem genus perfecti, a quo qui absunt, non genere differunt, ut Terentius ab Accio, sed in eodem genere non sunt pares. Optimus est enim orator qui dicendo animos audientium et docet et delectat et permovet. Docere debitum est, delectare honorarium, permovere necessarium. [4] Haec ut alius melius quam alius, concedendum est; verum id fit non genere sed gradu. Optimum quidem unum est et proximum quod ei simillimum. Ex quo perspicuum est, quod optimo dissimillimum sit, id esse deterrimum.
[II] Nam quoniam eloquentia constat ex verbis et ex sententiis, perficiendum est, ut pure et emendate loquentes, quod est Latine, verborum praeterea et propriorum et translatorum elegantiam persequamur: in propriis ut lautissima eligamus, in translatis ut similitudinem secuti verecunde utamur alienis. [5] Sententiarum autem totidem genera sunt quot dixi esse laudum. Sunt enim docendi acutae, delectandi quasi argutae, commovendi graves. Sed et verborum est structura quaedam duas res efficiens, numerum et levitatem, et sententiae suam compositionem habent, et ad probandam rem accommodatum ordinem. Sed earum omnium rerum ut aedificiorum memoria est quasi fundamentum, lumen actio.
[6] Ea igitur omnia in quo summa erunt, erit perfectissimus orator; in quo media, mediocris; in quo minima, deterrimus. Et appellabuntur omnes oratores, ut pictores appellantur etiam mali, nec generibus inter sese, sed facultatibus different. Itaque nemo est orator qui Demostheni se similem nolit esse; at Menander Homeri noluit; genus enim erat aliud. Id non est in oratoribus aut, etiam si est ut alius gravitatem sequens subtilitatem fugiat, contra alius acutiorem se quam ornatiorem velit, etiam si est in genere tolerabilis, certe non est optimus, si quidem, quod omnis laudes habet, id est optimum.
[III] [7] Haec autem dixi brevius quidem quam res petebat, sed ad id quod agimus non fuit dicendum pluribus; unum enim cum sit genus, id quale sit quaerimus. Est autem tale quale floruit Athenis; ex quo Atticorum oratorum ipsa vis ignota est, nota gloria. Nam alterum multi viderunt, vitiosi nihil apud eos esse, alterum pauci, laudabilia esse multa. Est enim vitiosum in sententia si quid absurdum aut alienum aut non acutum aut subinsulsum est; in verbis si inquinatum, si abiectum, si non aptum, si durum, si longe petitum. [8] Haec vitaverunt fere omnes qui aut Attici numerantur aut dicunt Attice. Sed qui eatenus valuerunt, sani et sicci dumtaxat habeantur, sed ita ut palaestritae; spatiari in xysto ut liceat, non ab Olympiis coronam petant. Qui, cum careant omni vitio, non sunt contenti quasi bona valetudine, sed viris, lacertos, sanguinem quaerunt, quandam etiam suavitatem coloris, eos imitemur si possumus; si minus, illos potius qui incorrupta sanitate sunt, quod est proprium Atticorum, quam eos quorum vitiosa abundantia est, qualis Asia multos tulit. [9] Quod cum faciemus—si modo id ipsum assequemur; est enim permagnum—imitemur, si potuerimus, Lysiam et eius quidem tenuitatem potissimum; est enim multis locis grandior, sed quia et privatas ille plerasque et eas ipsas aliis et parvarum rerum causulas scripsit, videtur esse ieiunior, cum se ipse consulto ad minutarum causarum genera limaverit. [IV] Quod qui ita faciet, ut, si cupiat uberior esse, non possit, habeatur sane orator, sed de minoribus; magno autem oratori etiam illo modo saepe dicendum est in tali genere causarum. [10] Ita fit ut Demosthenes certe possit summisse dicere, elate Lysias fortasse non possit. Sed si eodem modo putant exercitu in foro et in omnibus templis, quae circum forum sunt, collocato dici pro Milone decuisse, ut si de re privata ad unum iudicem diceremus, vim eloquentiae sua facultate, non rei natura metiuntur.
[11] Qua re quoniam non nullorum sermo iam increbruit, partim se ipsos Attice dicere, partim neminem nostrum dicere, alteros neglegamus; satis enim eis res ipsa respondet, cum aut non adhibeantur ad causas aut adhibiti derideantur; nam si rideretur, esset id ipsum Atticorum. Sed qui dici a nobis Attico more nolunt, ipsi autem se non oratores esse profitentur, si teretes auris habent intellegensque iudicium, tamquam ad picturam probandam adhibentur etiam inscii faciendi cum aliqua sollertia iudicandi; [12] sin autem intellegentiam ponunt in audiendi fastidio neque eos quicquam excelsum magnificumque delectat, dicant se quiddam subtile et politum velle, grande ornatumque contemnere; id vero desinant dicere, qui subtiliter dicant, eos solos Attice dicere, id est quasi sicce et integre. Et ample et ornate et copiose cum eadem integritate Atticorum est. Quid? dubium est utrum orationem nostram tolerabilem tantum an etiam admirabilem esse cupiamus? Non enim iam quaerimus quid sit Attice, sed quid sit optime dicere. [13] Ex quo intellegitur, quoniam Graecorum oratorum praestantissimi sint ei qui fuerint Athenis, eorum autem princeps facile Demosthenes, hunc si qui imitetur, eum et Attice dicturum et optime, ut, quoniam Attici nobis propositi sunt ad imitandum, bene dicere id sit Attice dicere.
[V] Sed cum in eo magnus error esset, quale esset id dicendi genus, putavi mihi suscipiendum laborem utilem studiosis, mihi quidem ipsi non necessarium. [14] Converti enim ex Atticis duorum eloquentissimorum nobilissimas orationes inter seque contrarias, Aeschinis et Demosthenis; nec converti ut interpres, sed ut orator, sententiis isdem et earum formis tamquam figuris, verbis ad nostram consuetudinem aptis. In quibus non verbum pro verbo necesse habui reddere, sed genus omne verborum vimque servavi. Non enim ea me adnumerare lectori putavi oportere, sed tamquam appendere. [15] Hic labor meus hoc assequetur, ut nostri homines quid ab illis exigant, qui se Atticos volunt, et ad quam eos quasi formulam dicendi revocent intellegant.
«Sed exorietur Thucydides; eius enim quidam eloquentiam admirantur.» Id quidem recte; sed nihil ad eum oratorem quem quaerimus. Aliud est enim explicare res gestas narrando, aliud argumentando criminari crimenve dissolvere; aliud narrantem tenere auditorem, aliud concitare. «At loquitur pulchre.» [16] Num melius quam Plato? Necesse est tamen oratori quem quaerimus controversias explicare forensis dicendi genere apto ad docendum, ad delectandum, ad permovendum. [VI] Qua re si quis erit qui se Thucydideo genere causas in foro dicturum esse profiteatur, is abhorrebit etiam a suspicione eius quod versatur in re civili et forensi; sin Thucydidem laudabit, ascribat suae nostram sententiam.
[17] Quin ipsum Isocratem, quem divinus auctor Plato suum fere aequalem admirabiliter in Phaedro laudari fecit ab Socrate quemque omnes docti summum oratorem esse dixerunt, tamen hunc in numerum non repono. Non enim in acie versatur nec ferro, sed quasi rudibus eius eludit oratio. A me autem, ut cum maximis minima conferam, gladiatorum par nobilissimum inducitur, Aeschines, tamquam Aeserninus, ut ait Lucilius, non spurcus homo, sed acer et doctus cum Pacideiano hic componitur, —optimus longe post homines natos—. Nihil enim illo oratore arbitror cogitari posse divinius.
[18] Huic labori nostro duo genera reprehensionum opponuntur. Unum hoc: «Verum melius Graeci.» A quo quaeratur ecquid possint ipsi melius Latine? Alterum: «Quid istas potius legam quam Graecas?» Idem Andriam et Synephebos nec minus Andromacham aut Antiopam aut Epigonos Latinos recipiunt. Quod igitur est eorum in orationibus e Graeco conversis fastidium, nullum cum sit in versibus?
[VII] [19] Sed adgrediamur iam quod suscepimus, si prius euerimus quae causa in iudicium deducta sit. Cum esset lex Athenis, ne quis populi scitum faceret ut quisquam corona donaretur in magistratu prius quam rationes rettulisset; et altera lex, eos qui a populo donarentur, in contione donari debere; qui a senatu, in senatu, Demosthenes curator muris reficiendis fuit eosque refecit pecunia sua; de hoc igitur Ctesiphon scitum fecit nullis ab illo rationibus relatis, ut corona aurea donaretur eaque donatio fieret in theatro populo convocato, qui locus non est contionis legitimae, atque ita praedicaretur, eum donari virtutis ergo benevolentiaeque quam is erga populum atheniensem haberet. [20] Hunc igitur Ctesiphontem in iudicium adduxit Aeschines quod contra leges scripsisset, ut et rationibus non relatis corona donaretur et ut in theatro, et quod de virtute eius et benevolentia falsa scripsisset, cum Demosthenes nec vir bonus esset nec bene meritus de civitate.
Causa ipsa abhorret illa quidem a formula consuetudinis nostrae, sed est magna. Habet enim et legum interpretationem satis acutam in utramque partem et meritorum in rem publicam contentionem sane gravem. [21] Itaque causa fuit Aeschini, cum ipse a Demosthene esset capitis accusatus, quod legationem ementitus esset, ut ulciscendi inimici causa nomine Ctesiphontis iudicium fieret de factis famaque Demosthenis. Non enim tam multa dixit de rationibus non relatis, quam de eo quod civis improbus ut optimus laudatus esset. [22] Hanc multam Aeschines a Ctesiphonte petivit quadriennio ante Philippi Macedonis mortem; sed iudicium factum est aliquot annis post Alexandro iam Asiam tenente; ad quod iudicium concursus dicitur e tota Graecia factus esse. Quid enim tam aut visendum aut audiendum fuit quam summorum oratorum in gravissima causa accurata et inimicitiis incensa contentio? [23] Quorum ego orationes si, ut spero, ita expressero virtutibus utens illorum omnibus, id est sententiis et earum figuris et rerum ordine, verba persequens eatenus, ut ea non abhorreant a more nostro—quae si e Graecis omnia conversa non erunt, tamen ut generis eiusdem sint, elaboravimus—, erit regula, ad quam eorum dirigantur orationes qui Attice volent dicere. Sed de nobis satis. Aliquando enim Aeschinem ipsum Latine dicentem audiamus.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Quintus Ennius (239-169 π.Χ.): Ρωμαῖος ποιητής ἐκ τῶν διασημοτάτων. Διακρίνεται γιὰ τὴν ποικιλία τοῦ ὕφους. Κορυφαῖο ἔργο του θεωρεῖται τὸ ἐπικὸ ποίημα Χρονικὰ (Annales).
2 Marcus Pacuvius (220- περὶ τὸ 132 π.Χ): Ἦταν ἀνηψιὸς τοῦ Ἐννίου καὶ ἀναδείχθηκε σὲ σημαντικὸ τραγικὸ ποιητή.
3 Statius Caecilius (ἀπεβίωσε περὶ τὸ 168 π.Χ.): Ρωμαῖος ποιητής, σύγχρονος τοῦ Ἐννίου. Ὁ Κικέρων ἀπεχθανόταν τὴν ποιητική του καὶ ὁμιλεῖ περιφρονητικὰ γιὰ τὸ ὕφος του· βλ. Cicero, Epistulae ad Atticum, VII, 3, 10:
Venio ad «Piraeea», in quo magis reprehendendus sum quod homo Romanus «Piraeea» scripserim, non «Piraeum» (sic enim omnes nostri locuti sunt), quam quod addiderim «in». non enim hoc ut oppido praeposui sed ut loco, et tamen Dionysius noster et qui est nobiscum Nicias Cous non rebatur oppidum esse Piraeea. sed de re videro. nostrum quidem si est peccatum, in eo est quod non ut de oppido locutus sum sed ut de loco secutusque sum non dico Caecilium, mane ut ex portu in Piraeum (malus enim auctor latinitatis est), sed Terentium cuius fabellae propter elegantiam sermonis putabantur a C. Laelio scribi, heri aliquot adulescentuli coiimus in Piraeum, et idem, Mercator hoc addebat, captam e sunio. quod se demous oppida volumus esse, tam est oppidum Sunium quam Piraeus. sed quoniam grammaticus es, si hoc mihi zetema persolveris, magna me molestia liberans·
βλ. ἐπίσης Cicero, Brutus, 258:
Solum quidem […] et quasi fundamentum oratoris vides locutionem emendatam et Latinam, cuius penes quos laus adhunc fuit, non fuit rationis aut scientiae sed quasi bonae consuetudinis. mitto C. Laelium P. Scipionem: aetatis illius ista fuit laus tamquam innocentiae sic Latine loquendi — nec omnium tamen; nam illorum aequalis Caecilium et Pacuvium male locutos vidimus —: sed omnes tum fere, qui nec extra urbem hanc vixerant neque eos aliqua barbaries domestica infuscaverat recte loquebantur. sed hanc certe rem deteriorem vetustas fecit et Romae et in Graecia. confluxerunt enim et Athenas et in hanc urbem multi inquinate loquentes ex diversis locis. quo magis expurgandus est sermo et adhibendae tamquam obrussa ratio, quae mutari non potest, nec utendum pravissima consuetudinis regula.
4 Lucius Accius (γεννήθηκε τὸ 170 π.Χ. καὶ ἀπεβίωσε σὲ μεγάλη ἡλικία): Συνέγραψε τραγωδίες καὶ τὴν ἱστορία τοῦ ρωμαϊκοῦ θεάτρου.
5 Publius Terentius Afer (περίπου 190-159π.Χ.): Μέγας κωμικὸς ποιητής. Ἡ Ἀνδρία καὶ ὁ Εὐνοῦχος θεωροῦνται ὡς τὰ κορυφαῖα ἔργα του.
6 Ὡς στοχαστικὲς προτάσεις μεταφράζουμε ἐδῶ τὸν ὅρο sententiae. Τὸ πράξαμε ἀκριβῶς, ἐπειδὴ οἱ sententiae ἐκτὸς ἀπὸ προτάσεις (ἀνάλογες τῶν ἀρχαιοελληνικῶν λόγων) σημαίνουν ἐπίσης ἀξιώματα καὶ ἀποφθέγματα.
7 Titus Annius Milo (95-48 π.Χ.): Κατηγορήθηκε γιὰ τὴ δολοφονία τοῦ Κλοδίου. Ὁ Κικέρων ἀνέλαβε ἀνεπιτυχῶς τὴν ὑπεράσπισή του· Ἡ ἀγόρευσή του μὲ τίτλο Pro Milone δημοσιεύθηκε μετὰ τὴ δίκη.
8 Ὁ Κικέρων ὑπαινίσσεται ἐδῶ τὸν Gaius Licinius Macer Calvus (82-47 π.Χ.) καὶ τοὺς ὀπαδούς του, ποὺ ὡς ρήτορες εἶχαν, πάντως, μεγαλύτερη ἐπιτυχία ἀπὸ ὅ,τι φαίνεται ὅτι τοὺς ἀναγνωρίζει ἐδῶ ὁ Κικέρων. Πρβλ. σχετικά Cicero, Brutus, 284:
Tum Brutus: Atticum se, inquit, Calvus noster dici oratorem volebat: inde erat ista exilitas quam ille de industria consequebatur. dicebat, inquam, ita; sed et ipse errabat et alios etiam errare cogebat. nam si quis eos, qui nec inepte dicunt nec odiose nec putide, Attice putat dicere, is recte nisi Atticum probat neminem. insulsitatem enim et insolentiam tamquam insaniam quandam orationis odit, sanitatem autem et integritatem quasi religionem et verecundiam oratoris probat. haec omnium debet oratorum eadem esse sententia.
9 Δὲν εἶναι εὔκολο νὰ διαγνωσθεῖ ποιούς ἐννοεῖ ἐδῶ ὁ Κικέρων· πιθανὸν εἶναι νὰ ἀναφέρεται στὸν Caius Memmius (99 – πρὶν τὸ 46 π.Χ.) καὶ στοὺς ἀνθρώπους τοῦ κύκλου του, ποὺ εἶχαν διακριθεῖ στὴ συγγραφὴ ἑλληνικῶν ἐπιστολῶν. Πρβλ. σχετικά Cicero, Brutus, 247:
Duo etiam Metelli, Celer et Nepos nihil in causis versati nec sine ingenio nec idocti hoc erant populare dicendi genus adsecuti. Cn. autem Lentulus Marcellinus nec umquam indisertus et in consulatu pereloquens visus est, non tardus sententiis, non in ops verbis, voce canora, facetus satis. C. Memmius L. f. perfectus litteris sed Graecis, fastidiosus sane Latinarum, argutus orator verbisque dulces, sed fugiens non modo dicendi verum etiam cogitandi laborem, tantum sibi de facultate detraxit quantum imminuit industriae.
10 Πρόκειται γιὰ τοὺς λόγους Κατὰ Κτησιφῶντος τοῦ Αἰσχίνη (περίπου 390 – περίπου 315 π.Χ.) καὶ Περὶ τοῦ Στεφάνου τοῦ Δημοσθένη (384/3-322 π.Χ.) ποὺ ἐκφωνήθηκαν τὸ 330 π.Χ.
11 Βλ. Πλάτων, Φαῖδρος, 278e-279b:
Δοκεῖ μοι [Ἰσοκράτης] ἀμείνων ἢ κατὰ τοὺς περὶ Λυσίαν εἶναι λόγους τὰ τῆς φύσεως, ἔτι τε ἤθει γενικωτέρῳ κεκρᾶσθαι: ὥστε οὐδὲν ἂν γένοιτο θαυμαστὸν προϊούσης τῆς ἡλικίας εἰ περὶ αὐτούς τε τοὺς λόγους, οἷς νῦν ἐπιχειρεῖ, πλέον ἢ παίδων διενέγκοι τῶν πώποτε ἁψαμένων λόγων, ἔτι τε εἰ αὐτῷ μὴ ἀποχρήσαι ταῦτα, ἐπὶ μείζω δέ τις αὐτὸν ἄγοι ὁρμὴ θειοτέρα: φύσει γὰρ, ὦ φίλε, ἔνεστί τις φιλοσοφία τῇ τοῦ ἀνδρὸς διανοίᾳ. ταῦτα δὴ οὖν ἐγὼ μὲν παρὰ τῶνδε τῶν θεῶν ὡς ἐμοῖς παιδικοῖς Ἰσοκράτει ἐξαγγέλλω, σὺ δ᾽ ἐκεῖνα ὡς σοῖς Λυσίᾳ.
Καὶ σὲ μετάφραση Ν. Μ. Σκουτερόπουλου (Πλάτων, Φαῖδρος, σσ. 199 ἑπ.):
Ἔχω τὴ γνώμη ὅτι ὡς πρὸς τὰ φυσικὰ χαρίσματά του [ὁ Ἰσοκράτης] ἔχει ἐπίπεδο ἀνώτερο ἀπ᾽ ὅ,τι οἱ λόγοι ποὺ ἀρέσουν στὸν κύκλο τοῦ Λυσία, κι ἀκόμη ὅτι ἔχει εὐγενέστερο χαρακτήρα. Ἔτσι, δὲν θὰ ἦταν διόλου παράξενο ἐάν, καθὼς προχωράει στὰ χρόνια, ἔφθανε νὰ διαφέρει, σὲ σύγκριση μὲ ὁποιονδήποτε ἄλλο ἀπὸ ὅσους ἔχουν ὧς τώρα καταπιαστεῖ μὲ λόγους, πολὺ περισσότερο ἀπ᾽ ὅσο διαφέρει ἕνας ἄνδρας ἀπὸ ἕνα παιδί, κι ἀκόμη περισσότερο ἂν ἕνα τέτοιο ἔργο δὲν τὸν ἱκανοποιοῦσε πιὰ καὶ κάποια θεϊκὴ ἐνδιάθετη τάση του τὸν ὁδηγοῦσε σὲ μεγαλύτερα πράγματα· γιατὶ ἀπὸ τὴ φύση, φίλε μου, ὑπάρχει κάτι φιλοσοφικὸ στὴ σκέψη αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὸ λοιπὸν τὸ ἄγγελμα θὰ μεταφέρω ἀπὸ τούτους ἐδῶ τοὺς θεούς, σὰν σὲ ἀγαπημένο μου, στὸν Ἰσοκράτη, κι ἐσὺ ἐκεῖνα τὰ ἄλλα, σὰν σὲ δικό σου ἀγαπημένο, στὸν Λυσία.
12 Τὰ ξίφη τῆς σπαθασκίας δὲν εἶχαν αἰχμή. Ὁ λόγος τοῦ Ἰσοκράτη δὲν εἶχε νεῦρο, ἡ δὲ φωνή του δὲν ἦταν καλή· γι᾽ αὖτὸ καὶ τοὺς λόγους του τοὺς ἔγραφε ὄχι γιὰ νὰ ἐκφωνηθοῦν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀναγνωσθοῦν.
13 Ὁ Κικέρων παραθέτει ἀπὸ μνήμης ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴ δεύτερη σάτιρα τοῦ Λουκιλίου. Τὸ πλῆρες παράθεμα τὸ ἀνευρίσκουμε στὸ ἔργο τοῦ E.H. Warmington, Remains of Old Latin, III, σσ. 56-57, καὶ εἶναι τοῦτο:
Aeserninus fuit Flaccorum munere quidam
Samnis, spurcus homo, vita illa dignus locoque.
Cum Pacideiano componitur, optimus multo
post homines natos gladiator qui fuit unus.
14 Terentius, Andria. Κωμωδία προσαρμοσμένη ἀπό δύο ἔργα τοῦ Μενάνδρου: τὴ Σαμία καὶ τὴν Περινθία. Ἦταν τὸ πρῶτο ἔργο του Τερεντίου ποὺ παρουσιάστηκε δημοσίως τὸ 166 π.Χ.
15 Caecilius, Synephebi. Βλ. E.H. Warmington, Remains of Old Latin, I, σσ. 536-540.
16 Ennius, Andromacha. Βλ. E.H. Warmington, Remains of Old Latin, I, σσ. 244-254.
17 Pacuvius, Antiopa. Βλ. E.H. Warmington, Remains of Old Latin, II, σσ. 158-170.
18 Accius, Epigoni. Βλ. E.H. Warmington, Remains of Old Latin, II, σσ. 420-428.
19 Οἱ λόγοι αὐτοί, ποὺ ἐκφωνήθηκαν τὸ 343 π.Χ., δὲν σώζονται.
20 Ἡ ἀγωγὴ κατατέθηκε τὸν 336 π.Χ. καὶ ἐκδικάστηκε τὸ 330 π.Χ. Στὴν πραγματικότητα ὁ Φίλιππος ὁ Μακεδὼν ἀπεβίωσε τὸ 336, λίγους μῆνες μετὰ τὴν κατάθεση τῆς ἀγωγῆς τοῦ Αἰσχίνη κατὰ τοῦ Κτησιφῶντος. Τὸ πραγματικὸ λάθος, ποὺ ἐμφιλοχώρησε ἐδῶ, ὀφείλεται σὲ σύγχυση, καθὼς ὁ Δημοσθένης εἶχε στεφανωθεῖ καὶ παλαιότερα, τὸ 340 π.Χ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου