JORGE LUIS BORGES
ΟΙ
ΚΑΘΡΕΦΤΕΣ
Εγώ,
που έχω των καθρεφτών τον τρόμο εντός μου νιώσει
και
όχι μπρος στ’ αδιαπέραστο μονάχα κρύσταλλό τους
(αρχή
και τέλος στ’ ακατοίκητο βασίλειό τους
νά
’ναι οι απαυγάσεις που ’χουνε στο σύμπαν μέσα λειώσει),
αλλά
και στο στοχαστικό νερό, που εδώ μιμείται
εκείνο
το άλλο μπλε τού μυχιότατου ουρανού του,
όταν
συμβεί να μπει με τις αχτίδες του φτερού του
πουλί
στο κάδρο ανάποδα ή όταν τρέμολο δονείται,
και
πριν στην άλαλη επιφάνεια ενός εβένου αρίστου,
περίλεπτου
σπαρθεί, με πάσα τη στιλπνότητά του,
για
να επαναληφθεί η ονειρική λευκότητά του
παρόμοια
με μαρμάρου, αλλά και ρόδου ακαθορίστου,
να,
σήμερα, στο τέρμα τόσων χρόνων που σαν κλέφτες
με
αρπάξαν και με βάλαν να πλανιέμαι με φεγγάρια
πολλά
και διάφορα, αναρωτιέμαι από τί ζάρια
της
τύχης βγήκε, εγώ να νιώθω τρόμο απ’ τους καθρέφτες;
Καθρέφτες
από μέταλλο, μα και ο μασκαρεμένος
καθρέφτης
από μαόνι που μες στο αραιό το πούσι
του
κόκκινού του δειλινού –το βλέπεις– έχει λούσει
την
όψη αυτή, που βλέπεται και βλέπει, κι επομένως
εγώ
άπειρο τους βλέπω πλήθος νά ’ναι, και συνάμα
εκτελεστής
καθένας τους αρχαίας συμφωνίας:
ο
κόσμος να πληθύνεται δια της παιδογονίας –
γεννήτορες
ακοίμητοι όντας, και μοιραίοι αντάμα.
Τον
κόσμο αυτόν μετά τον επεκτείνουν, και τους πιάνει
ο
ιστός του ιλίγγου, και σαν νά ’ναι αράχνη τούς τυλίγει·
καμιά
φορά, σαν σουρουπώνει, αισθάνονται τη λίγη
ανάσα
ενός ανθρώπου, που δεν λέει να πεθάνει.
Το
κρύσταλλο ενεδρεύει. Αλλά σαν νιώθω πως στη ζώνη,
που
οι τέσσερις ορίζουν τοίχοι στο δωμάτιό μου,
είν’
και καθρέφτης, έχω κι άλλον έξω απ’ τον εαυτό μου
που
στήνει θέατρο εχέμυθο, όταν ξημερώνει.
Τα
πάντα γίνονται μες στο παρόν. Δεν έχει μείνει
καν
ίχνος μνήμης μες σε τούτα τα έπιπλα, που λάμπουν
τα
κρύσταλλά τους. Νιώθουμε πως όπου νά ’ναι θά ’μπουν
οι
εαυτοί μας αναγνώστες τους – φανταστικοί ραβίνοι.
Ο
Κλαύδιος, άναξ μιας εσπέρας, ονειροπαρμένος,
πως
ήταν όνειρο δεν τό ’ξερε, ίσαμε τη μέρα
που
κάποιος τον μιμήθηκε στ’ αλήθεια, πέρα ώς πέρα,
επί
σκηνής να εγκληματεί με θράσος και με μένος,
Σπανίως
υπάρχουν όνειρα ή καθρέφτες να πηγαίνουν
να
παίζουν το χιλιοπαιγμένο τους το ρεπερτόριο
της
κάθε μέρας, και να ξεπερνά το δίχως όριο
εκείνο
σύμπαν που οι αντανακλάσεις εξυφαίνουν.
Και
σκέφτηκα πως ο Θεός μ’ ενέχυρο εγγυάται
σε
τούτη την ασύλληπτη αρχιτεκτονική του
ότι
το φως θα οικοδομείται στην κρυστάλλινή του
λεπτότητα,
το σκότος δε στον ύπνο που κοιμάται.
Τις
νύχτες έφτιαξε ο Θεός με τα όνειρα να μοιάζουν
και
με τα σχήματα που ’χουν κατοπτρικήν ενάργεια,
να
νιώθουμε οι άνθρωποι πως είμαστε απλώς μι’ ανταύγεια,
και
πάντως ματαιόδοξοι. Γι’ αυτό και μας τρομάζουν.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου