RAFAEL ALBERTI
5
Πέντε χέρια από τέφρα,
να καίνε την ομίχλη, ν’ ανοίγουν
πέντε δρόμους
για το θολό νερό,
για τον θολό τον άνεμο.
Σε γυρεύουν ζωντανόν.
Και δεν σε συντυχαίνουν.
Σε γυρεύουνε νεκρόν.
Όχι νεκρόν, κοιμώμενο, καθεύδοντα.
Και να, σε βρίσκουν.
Και σε βρίσκουν, γιατί πέντε χέρια
έπεσαν επάνω στο κορμί σου
όταν ακίνητο γλιστρούσε
επάνω στα πέντε πλωτά ποτάμια
που δίνουν ρέουσες ψυχές, φωνή στον ύπνο.
Και δεν είδες.
Το φως του ήταν αυτό που έπεσε πρώτο-πρώτο.
Δες το, ξερό, στο χώμα.
Και δεν άκουσες.
Η φωνή του ήτανε που έφευγε και τη λαβώνανε.
Άκου την βουβή, που αντιλαλεί.
Και δεν μύρισες.
Το άρωμά του ήτανε που τη σιωπή εράγισε.
Μύρισέ το κρύο, στον άνεμο.
Και δεν εγεύτηκες.
Τ’ όνομά του ήτανε που χαλασμένο εκύλησε.
Γέψου το στη γλώσσα σου, νεκρό.
Και δεν το άγγιξες.
Ό,τι εξαφανίστηκε το σώμα του ήταν.
Άγγιξέ το μες στο τίποτα, είναι πάγος.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου