ATTILIO BERTOLUCCI
ΠΑΠΑΡΟΥΝΕΣ
Χρονιά της παπαρούνας φέτος, και ξεχείλιζε
η γη μας σαν εγύρισα εκεί
μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου, και με μεθούσε
με κρασί γλυκό πολύ και σκοτεινό πολύ.
Από το μούρο το θολό ώς το στάρι ώς τις χλόες
τα πάντα ωρίμαση ήσαν, σε μια ζέση
συνετή, σ’ έναν λήθαργο αργό
χυμένον παντού στο σύμπαν μέσα το πράσινο.
Στα μισά της ζωής μου έβλεπα τώρα
μεγάλα παιδιά να ξεκινάνε μόνα τους και
να χάνονται πέρα από τη φυλακή που δεσμεύει
μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου, και με μεθούσε
με κρασί γλυκό πολύ και σκοτεινό πολύ.
Από το μούρο το θολό ώς το στάρι ώς τις χλόες
τα πάντα ωρίμαση ήσαν, σε μια ζέση
συνετή, σ’ έναν λήθαργο αργό
χυμένον παντού στο σύμπαν μέσα το πράσινο.
Στα μισά της ζωής μου έβλεπα τώρα
μεγάλα παιδιά να ξεκινάνε μόνα τους και
να χάνονται πέρα από τη φυλακή που δεσμεύει
του χελιδονιού το πέταγμα στη σβησμένη
λάμψη μιας βραδιάς με καταιγίδα, ο πόνος όμως
άνοιξε πολύ-πολύ ανθρώπινα δρόμο
στο φως που ερχότανε στο σπίτι
για έν’ ακόμα δείπνο με αέρα δροσερότερο
λάμψη μιας βραδιάς με καταιγίδα, ο πόνος όμως
άνοιξε πολύ-πολύ ανθρώπινα δρόμο
στο φως που ερχότανε στο σπίτι
για έν’ ακόμα δείπνο με αέρα δροσερότερο
λόγω του χαλαζιού που εξατμιζότανε πέρα μακριά.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου