Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2020

ΠΑΡΙΣΙ, 1856

 

JORGE LUIS BORGES

 

 

ΠΑΡΙΣΙ, 1856

 

Απ’ το μεγάλο τσάκισμά του πια είναι μαθημένος

τον θάνατο να προλαβαίνει. Ανέκαθεν φοβόταν

να βγει στην τύρβη της ημέρας, ν’ ανακατευόταν

με τους ανθρώπους. Εντελώς αποδυναμωμένος

ο Ερρίκος Χάινε το ποτάμι συλλογιέται ευθέως

που χρόνος λέγεται και που αργά τον παρασύρει

σ’ εκείνο το λυκόφως το μακρό και στην αδήρι-

τη μοίρα τού νά ’σαι άνθρωπος, μαζί όμως και Εβραίος.

Τις μελωδίες τώρα τις εξαίσιες συλλογιέται

που υπήρξε όργανό τους, αγκαλά καλά το ξέρει

την τρίλια δέντρο ή πέταγμα πουλιού δεν θα τη φέρει,

αλλ’ ούτε ο χρόνος που με οκνές ημέρες δεν μετριέται.

Δεν θα σε σώσουν, όχι, τα γλυκά σου τ’ αηδονάκια,

οι νύχτες οι χρυσές ή τα τραγουδισμένα ανθάκια.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 





 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου